πλατύπυγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(32)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=platypygos
|Transliteration C=platypygos
|Beta Code=platu/pugos
|Beta Code=platu/pugos
|Definition=ον, (πυγή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">broad-bottomed</b>, of boats, <span class="bibl">Str.4.4.1</span>.</span>
|Definition=πλατύπυγον, ([[πυγή]]) [[broad-bottomed]], of boats, Str.4.4.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0627.png Seite 627]] mit breitem Hintern, πλοῖα, Strab. 4, 4, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0627.png Seite 627]] mit breitem Hintern, πλοῖα, Strab. 4, 4, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à large carène]].<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[πυγή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλατύπῡγος''': -ον, (πυγὴ) ὁ ἔχων πλατεῖαν πυγήν, πλατέα ὀπίσθια, πλοῖα Στράβ. 195.
|lstext='''πλατύπῡγος''': -ον, (πυγὴ) ὁ ἔχων πλατεῖαν πυγήν, πλατέα ὀπίσθια, πλοῖα Στράβ. 195.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />à large carène.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[πυγή]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατιά οπίσθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[τρόπιδα]], πλατιά [[καρίνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» ([[πρβλ]]. [[καλλίπυγος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτύπῡγος:''' -ον ([[πυγή]]), αυτός που έχει πλατιά οπίσθια, φαρδιά ύφαλα, <i>πλοῖα</i>, σε Στράβ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατιά οπίσθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[τρόπιδα]], πλατιά [[καρίνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» (<b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>)].
|mdlsjtxt=πλᾰτύ-πῡγος, ον, [[πυγή]]<br />[[broad]]-bottomed, πλοῖα Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύπῡγος Medium diacritics: πλατύπυγος Low diacritics: πλατύπυγος Capitals: ΠΛΑΤΥΠΥΓΟΣ
Transliteration A: platýpygos Transliteration B: platypygos Transliteration C: platypygos Beta Code: platu/pugos

English (LSJ)

πλατύπυγον, (πυγή) broad-bottomed, of boats, Str.4.4.1.

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Hintern, πλοῖα, Strab. 4, 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à large carène.
Étymologie: πλατύς, πυγή.

Greek (Liddell-Scott)

πλατύπῡγος: -ον, (πυγὴ) ὁ ἔχων πλατεῖαν πυγήν, πλατέα ὀπίσθια, πλοῖα Στράβ. 195.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πλατιά οπίσθια
2. μτφ. (για πλοίο) αυτός που έχει επίπεδη τρόπιδα, πλατιά καρίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος)].

Greek Monotonic

πλᾰτύπῡγος: -ον (πυγή), αυτός που έχει πλατιά οπίσθια, φαρδιά ύφαλα, πλοῖα, σε Στράβ.

Middle Liddell

πλᾰτύ-πῡγος, ον, πυγή
broad-bottomed, πλοῖα Strab.