προκοιτία: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(34) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokoitia | |Transliteration C=prokoitia | ||
|Beta Code=prokoiti/a | |Beta Code=prokoiti/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[watch kept before]] a place, Id.67.15: pl., Plb.2.5.6, 6.35.5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[garde que l'on monte devant qqn]].<br />'''Étymologie:''' [[πρόκοιτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκοιτία''': ἡ, φυλακὴ ἢ [[φρούρησις]] [[ἔμπροσθεν]] θέσεώς τινος, Δίων Κ. 67. 15· ἐν τῷ πληθ., ὡς τῷ Λατ. excubiae, Πολύβ. 2. 5, 6., 6. 35, 5. | |lstext='''προκοιτία''': ἡ, φυλακὴ ἢ [[φρούρησις]] [[ἔμπροσθεν]] θέσεώς τινος, Δίων Κ. 67. 15· ἐν τῷ πληθ., ὡς τῷ Λατ. excubiae, Πολύβ. 2. 5, 6., 6. 35, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[προκοιτεία]], ἡ, Α [[πρόκοιτος]]<br />[[φρούρηση]] μιας θέσης. | |mltxt=και [[προκοιτεία]], ἡ, Α [[πρόκοιτος]]<br />[[φρούρηση]] μιας θέσης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προκοιτία:''' ἡ, [[φρούρηση]] [[μπροστά]] από κάποιο [[τόπο]]· στον πληθ., όπως το Λατ. [[excubiae]], σε Πολύβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προκοιτία]], ἡ,<br />a [[watch]] kept [[before]] a [[place]]; in plural, like Lat. [[excubiae]], Polyb. [from [[πρόκοιτος]] | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, = [[προκοιτεία]], DC. 67.15. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, watch kept before a place, Id.67.15: pl., Plb.2.5.6, 6.35.5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
garde que l'on monte devant qqn.
Étymologie: πρόκοιτος.
Greek (Liddell-Scott)
προκοιτία: ἡ, φυλακὴ ἢ φρούρησις ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Δίων Κ. 67. 15· ἐν τῷ πληθ., ὡς τῷ Λατ. excubiae, Πολύβ. 2. 5, 6., 6. 35, 5.
Greek Monolingual
και προκοιτεία, ἡ, Α πρόκοιτος
φρούρηση μιας θέσης.
Greek Monotonic
προκοιτία: ἡ, φρούρηση μπροστά από κάποιο τόπο· στον πληθ., όπως το Λατ. excubiae, σε Πολύβ.
Middle Liddell
προκοιτία, ἡ,
a watch kept before a place; in plural, like Lat. excubiae, Polyb. [from πρόκοιτος
German (Pape)
ἡ, = προκοιτεία, DC. 67.15.