προσόν: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(35)
 
(4)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> ό,τι υπάρχει επί [[πλέον]] σε κάποιον και, [[ιδίως]], εξαιρετική [[ιδιότητα]] ή [[ικανότητα]], [[προτέρημα]], [[πλεονέκτημα]]<br /><b>2.</b> απαραίτητο [[εφόδιο]] για να γίνει ή να πράξει [[κανείς]] [[κάτι]], [[καθώς]] και το σχετικό [[επίσημο]] [[τεκμήριο]], όπως λ.χ. [[δίπλωμα]], [[πτυχίο]], [[πιστοποιητικό]] υγείας («δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα προσόντα για να καταλάβει τη [[θέση]] του διευθυντή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. <i>προσών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i> του ρ. [[πρόσειμι]].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> ό,τι υπάρχει επί [[πλέον]] σε κάποιον και, [[ιδίως]], εξαιρετική [[ιδιότητα]] ή [[ικανότητα]], [[προτέρημα]], [[πλεονέκτημα]]<br /><b>2.</b> απαραίτητο [[εφόδιο]] για να γίνει ή να πράξει [[κανείς]] [[κάτι]], [[καθώς]] και το σχετικό [[επίσημο]] [[τεκμήριο]], όπως λ.χ. [[δίπλωμα]], [[πτυχίο]], [[πιστοποιητικό]] υγείας («δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα προσόντα για να καταλάβει τη [[θέση]] του διευθυντή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. <i>προσών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i> του ρ. [[πρόσειμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσόν:''' τό [[πρόσειμι]] I] излишек, избыток Dem.
}}
}}

Latest revision as of 07:52, 31 December 2018

Greek Monolingual

το, Ν
1. ό,τι υπάρχει επί πλέον σε κάποιον και, ιδίως, εξαιρετική ιδιότητα ή ικανότητα, προτέρημα, πλεονέκτημα
2. απαραίτητο εφόδιο για να γίνει ή να πράξει κανείς κάτι, καθώς και το σχετικό επίσημο τεκμήριο, όπως λ.χ. δίπλωμα, πτυχίο, πιστοποιητικό υγείας («δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα προσόντα για να καταλάβει τη θέση του διευθυντή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. προσών, -ούσα, -όν του ρ. πρόσειμι.

Russian (Dvoretsky)

προσόν: τό πρόσειμι I] излишек, избыток Dem.