πυώδης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(35)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyodis
|Transliteration C=pyodis
|Beta Code=puw/dhs
|Beta Code=puw/dhs
|Definition=ες, (πύον) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like pus</b>, <b class="b3">πτύελον, οὖρον</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>18</span>,<span class="bibl">19</span>; <b class="b3">οὐρήσιες</b> v.l. (ap.Gal.16.754) for <b class="b3">ἀφρώδεες</b> in <span class="title">Prorrh.</span>1.113; θρόμβοι <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>2.3</span>, cf. <span class="title">Hippiatr.</span>6,al.: metaph., <span class="bibl">M.Ant.3.8</span>.</span>
|Definition=πυῶδες, ([[πύον]]) [[like pus]], [[πτύελον]], [[οὖρον]], Hp.''Prog.''18,19; [[οὐρήσιες]] [[varia lectio|v.l.]] (ap.Gal.16.754) for [[ἀφρώδεες]] in ''Prorrh.''1.113; θρόμβοι Aret. ''SD''2.3, cf. ''Hippiatr.''6,al.: metaph., M.Ant.3.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ες, eiterartig, eiternd, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ες, eiterartig, eiternd, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[purulent]].<br />'''Étymologie:''' [[πῦον]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυώδης''': -ες, ([[πύον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[πύον]], [[πτύαλον]], [[οὔρησις]] Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.
|lstext='''πυώδης''': -ες, ([[πύον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[πύον]], [[πτύαλον]], [[οὔρησις]] Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />purulent.<br />'''Étymologie:''' [[πῦον]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, ΝΜΑ [[πύον]]<br />ό,τι έχει όψη ή [[σύσταση]] πύου ή ό,τι [[είναι]] ανάμικτο με [[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πυώδης]] [[φλεγμονή]]» — [[φλεγμονή]] που παράγει [[πύον]]<br />β) «[[πυώδης]] [[νεφρίτιδα]]» — [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] τών νεφρών<br />γ) «[[πυώδης]] [[εστία]]» — το [[σημείο]] από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το [[πύον]]<br />δ) «[[πυώδης]] [[μόλυνση]]» — [[μόλυνση]] που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.
|mltxt=-ῶδες, ΝΜΑ [[πύον]]<br />ό,τι έχει όψη ή [[σύσταση]] πύου ή ό,τι [[είναι]] ανάμικτο με [[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πυώδης]] [[φλεγμονή]]» — [[φλεγμονή]] που παράγει [[πύον]]<br />β) «[[πυώδης]] [[νεφρίτιδα]]» — [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] τών νεφρών<br />γ) «[[πυώδης]] [[εστία]]» — το [[σημείο]] από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το [[πύον]]<br />δ) «[[πυώδης]] [[μόλυνση]]» — [[μόλυνση]] που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.
}}
{{elnl
|elnltext=πυώδης -ες [πύον] [[pusachtig]].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠώδης Medium diacritics: πυώδης Low diacritics: πυώδης Capitals: ΠΥΩΔΗΣ
Transliteration A: pyṓdēs Transliteration B: pyōdēs Transliteration C: pyodis Beta Code: puw/dhs

English (LSJ)

πυῶδες, (πύον) like pus, πτύελον, οὖρον, Hp.Prog.18,19; οὐρήσιες v.l. (ap.Gal.16.754) for ἀφρώδεες in Prorrh.1.113; θρόμβοι Aret. SD2.3, cf. Hippiatr.6,al.: metaph., M.Ant.3.8.

German (Pape)

[Seite 826] ες, eiterartig, eiternd, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
purulent.
Étymologie: πῦον, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

πυώδης: -ες, (πύον) ὅμοιος πρὸς πύον, πτύαλον, οὔρησις Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΝΜΑ πύον
ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον
νεοελλ.
φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» — φλεγμονή που παράγει πύον
β) «πυώδης νεφρίτιδα» — πυώδης φλεγμονή τών νεφρών
γ) «πυώδης εστία» — το σημείο από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το πύον
δ) «πυώδης μόλυνση» — μόλυνση που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυώδης -ες [πύον] pusachtig.