πυώδης: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(35) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyodis | |Transliteration C=pyodis | ||
|Beta Code=puw/dhs | |Beta Code=puw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=πυῶδες, ([[πύον]]) [[like pus]], [[πτύελον]], [[οὖρον]], Hp.''Prog.''18,19; [[οὐρήσιες]] [[varia lectio|v.l.]] (ap.Gal.16.754) for [[ἀφρώδεες]] in ''Prorrh.''1.113; θρόμβοι Aret. ''SD''2.3, cf. ''Hippiatr.''6,al.: metaph., M.Ant.3.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ες, eiterartig, eiternd, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ες, eiterartig, eiternd, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[purulent]].<br />'''Étymologie:''' [[πῦον]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυώδης''': -ες, ([[πύον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[πύον]], [[πτύαλον]], [[οὔρησις]] Ἱππ. Προγν. 43, κτλ. | |lstext='''πυώδης''': -ες, ([[πύον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[πύον]], [[πτύαλον]], [[οὔρησις]] Ἱππ. Προγν. 43, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, ΝΜΑ [[πύον]]<br />ό,τι έχει όψη ή [[σύσταση]] πύου ή ό,τι [[είναι]] ανάμικτο με [[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πυώδης]] [[φλεγμονή]]» — [[φλεγμονή]] που παράγει [[πύον]]<br />β) «[[πυώδης]] [[νεφρίτιδα]]» — [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] τών νεφρών<br />γ) «[[πυώδης]] [[εστία]]» — το [[σημείο]] από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το [[πύον]]<br />δ) «[[πυώδης]] [[μόλυνση]]» — [[μόλυνση]] που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια. | |mltxt=-ῶδες, ΝΜΑ [[πύον]]<br />ό,τι έχει όψη ή [[σύσταση]] πύου ή ό,τι [[είναι]] ανάμικτο με [[πύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πυώδης]] [[φλεγμονή]]» — [[φλεγμονή]] που παράγει [[πύον]]<br />β) «[[πυώδης]] [[νεφρίτιδα]]» — [[πυώδης]] [[φλεγμονή]] τών νεφρών<br />γ) «[[πυώδης]] [[εστία]]» — το [[σημείο]] από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το [[πύον]]<br />δ) «[[πυώδης]] [[μόλυνση]]» — [[μόλυνση]] που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυώδης -ες [πύον] [[pusachtig]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
πυῶδες, (πύον) like pus, πτύελον, οὖρον, Hp.Prog.18,19; οὐρήσιες v.l. (ap.Gal.16.754) for ἀφρώδεες in Prorrh.1.113; θρόμβοι Aret. SD2.3, cf. Hippiatr.6,al.: metaph., M.Ant.3.8.
German (Pape)
[Seite 826] ες, eiterartig, eiternd, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
purulent.
Étymologie: πῦον, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
πυώδης: -ες, (πύον) ὅμοιος πρὸς πύον, πτύαλον, οὔρησις Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΝΜΑ πύον
ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον
νεοελλ.
φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» — φλεγμονή που παράγει πύον
β) «πυώδης νεφρίτιδα» — πυώδης φλεγμονή τών νεφρών
γ) «πυώδης εστία» — το σημείο από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το πύον
δ) «πυώδης μόλυνση» — μόλυνση που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυώδης -ες [πύον] pusachtig.