σηματοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[οπλίτης]] που εκτελεί τη [[σηματοδοσία]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]], [[συσκευή]] που δίνει σήματα για την ασφαλή [[κυκλοφορία]] τών σιδηροδρομικών συρμών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φωτεινός]] [[σηματοδότης]]» ή, [[απλώς]], «[[σηματοδότης]]» — [[διάταξη]] στις διασταυρώσεις [[οδών]] και στις διαβάσεις σιδηροδρομικών γραμμών που μεταδίδει φωτεινά σήματα και ρυθμίζει την [[κυκλοφορία]] οχημάτων και πεζών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[οπλίτης]] που εκτελεί τη [[σηματοδοσία]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]], [[συσκευή]] που δίνει σήματα για την ασφαλή [[κυκλοφορία]] τών σιδηροδρομικών συρμών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φωτεινός]] [[σηματοδότης]]» ή, [[απλώς]], «[[σηματοδότης]]» — [[διάταξη]] στις διασταυρώσεις [[οδών]] και στις διαβάσεις σιδηροδρομικών γραμμών που μεταδίδει φωτεινά σήματα και ρυθμίζει την [[κυκλοφορία]] οχημάτων και πεζών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, Ν
1. οπλίτης που εκτελεί τη σηματοδοσία
2. μηχάνημα, συσκευή που δίνει σήματα για την ασφαλή κυκλοφορία τών σιδηροδρομικών συρμών
3. φρ. «φωτεινός σηματοδότης» ή, απλώς, «σηματοδότης» — διάταξη στις διασταυρώσεις οδών και στις διαβάσεις σιδηροδρομικών γραμμών που μεταδίδει φωτεινά σήματα και ρυθμίζει την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, -ατος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.