σιτοφύλακας: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(37)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[σιτοφύλαξ]], -ακος, ΝΑ<br />αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη [[φύλαξη]] τών σιταποθηκών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[σιτοφύλακες]]<br />([[κυρίως]] στην Αθήνα) κληρωτή [[αρχή]] την οποία αποτελούσαν αρχικά [[τρία]] και αργότερα [[πέντε]] πρόσωπα και η οποία είχε ως [[έργο]] την [[καταγραφή]] τών εισαγόμενων σιτηρών, την [[επίβλεψη]] τών πωλήσεων του σιταριού, τών αλεύρων ή του ψωμιού και, [[κυρίως]], την [[επίβλεψη]] της [[τιμής]] πώλησης τών [[παραπάνω]] προϊόντων, [[καθώς]] και τη γνησιότητά τους και το [[βάρος]] τους ή, [[τέλος]], την [[πιθανότητα]] απόκρυψής τους από τους εμπόρους για [[αισχροκέρδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]], -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θησαυρο</i>-[[φύλαξ]])].
|mltxt=ο / [[σιτοφύλαξ]], -ακος, ΝΑ<br />αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη [[φύλαξη]] τών σιταποθηκών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> οἱ [[σιτοφύλακες]]<br />([[κυρίως]] στην Αθήνα) κληρωτή [[αρχή]] την οποία αποτελούσαν αρχικά [[τρία]] και αργότερα [[πέντε]] πρόσωπα και η οποία είχε ως [[έργο]] την [[καταγραφή]] τών εισαγόμενων σιτηρών, την [[επίβλεψη]] τών πωλήσεων του σιταριού, τών αλεύρων ή του ψωμιού και, [[κυρίως]], την [[επίβλεψη]] της [[τιμής]] πώλησης τών [[παραπάνω]] προϊόντων, [[καθώς]] και τη γνησιότητά τους και το [[βάρος]] τους ή, [[τέλος]], την [[πιθανότητα]] απόκρυψής τους από τους εμπόρους για [[αισχροκέρδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]], -ακος ([[πρβλ]]. [[θησαυροφύλαξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 16 November 2024

Greek Monolingual

ο / σιτοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη φύλαξη τών σιταποθηκών
αρχ.
στον πληθ. οἱ σιτοφύλακες
(κυρίως στην Αθήνα) κληρωτή αρχή την οποία αποτελούσαν αρχικά τρία και αργότερα πέντε πρόσωπα και η οποία είχε ως έργο την καταγραφή τών εισαγόμενων σιτηρών, την επίβλεψη τών πωλήσεων του σιταριού, τών αλεύρων ή του ψωμιού και, κυρίως, την επίβλεψη της τιμής πώλησης τών παραπάνω προϊόντων, καθώς και τη γνησιότητά τους και το βάρος τους ή, τέλος, την πιθανότητα απόκρυψής τους από τους εμπόρους για αισχροκέρδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φύλαξ, -ακος (πρβλ. θησαυροφύλαξ)].