σκυλοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεφάλι]] όμοιο με [[κεφάλι]] σκύλου, [[κυνοκέφαλος]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οι Σκυλοκέφαλοι</i><br /><b>(λαογρ.)</b> α) [[ονομασία]] μυθικού λαού αγρίων, που σύμφωνα με την [[παράδοση]] είχαν [[σώμα]] και [[φωνή]] ανθρώπου και [[κεφάλι]] σκύλου και κατοικούσαν [[πέρα]] από τις Ινδίες<br />β) μυθικό [[φύλο]] περίεργων όντων, που από [[εμπρός]] [[είναι]] άνθρωποι και από [[πίσω]] σκύλοι και τα οποία, [[κατά]] μία [[ερμηνεία]], αποτελούν αλληγορική [[εικόνα]] τών δολίων και κολάκων, οι οποίοι [[φανερά]] προσποιούνται τον φίλο, ενώ στην [[πραγματικότητα]] απεργάζονται το [[κακό]] εκείνων που τους πιστεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>βου</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεφάλι]] όμοιο με [[κεφάλι]] σκύλου, [[κυνοκέφαλος]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οι Σκυλοκέφαλοι</i><br /><b>(λαογρ.)</b> α) [[ονομασία]] μυθικού λαού αγρίων, που σύμφωνα με την [[παράδοση]] είχαν [[σώμα]] και [[φωνή]] ανθρώπου και [[κεφάλι]] σκύλου και κατοικούσαν [[πέρα]] από τις Ινδίες<br />β) μυθικό [[φύλο]] περίεργων όντων, που από [[εμπρός]] [[είναι]] άνθρωποι και από [[πίσω]] σκύλοι και τα οποία, [[κατά]] μία [[ερμηνεία]], αποτελούν αλληγορική [[εικόνα]] τών δολίων και κολάκων, οι οποίοι [[φανερά]] προσποιούνται τον φίλο, ενώ στην [[πραγματικότητα]] απεργάζονται το [[κακό]] εκείνων που τους πιστεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[βουκέφαλος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με κεφάλι σκύλου, κυνοκέφαλος
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Σκυλοκέφαλοι
(λαογρ.) α) ονομασία μυθικού λαού αγρίων, που σύμφωνα με την παράδοση είχαν σώμα και φωνή ανθρώπου και κεφάλι σκύλου και κατοικούσαν πέρα από τις Ινδίες
β) μυθικό φύλο περίεργων όντων, που από εμπρός είναι άνθρωποι και από πίσω σκύλοι και τα οποία, κατά μία ερμηνεία, αποτελούν αλληγορική εικόνα τών δολίων και κολάκων, οι οποίοι φανερά προσποιούνται τον φίλο, ενώ στην πραγματικότητα απεργάζονται το κακό εκείνων που τους πιστεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος.