σπάρτο: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money

Source
(38)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σπάρτον]], ΝΜΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] φαβίθες της τάξης [[φαβώδη]], με ένα μόνον [[είδος]], που [[είναι]] [[θάμνος]] με πολλούς πράσινους λεπτούς βλαστούς οι οποίοι μοιάζουν με [[βούρλα]] και με κίτρινα [[άνθη]] και το οποίο ευδοκιμεί σε ασβεστώδη, αμμώδη εδάφη ή καλλιεργείται ως καλλωπιστικό [[φυτό]], αλλ. [[σπάρτιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]] πλεγμένο από κλώνους σπάρτου («καὶ δὴ δοῡρα σέσηπε νεῶν καὶ σπάρτα λέλυνται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λουρί]] του κρεβατιού στη [[σειρά]] [[μαζί]] με άλλα για να τοποθετούνται [[επάνω]] τα στρωσίδια<br /><b>3.</b> [[σχοινί]] για [[μέτρηση]]<br /><b>4.</b> [[κλωστή]]<br /><b>5.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο αναρτούσαν τη [[φάλαγγα]] της ζυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[σπάρτον]] θα μπορούσε πιθ. να έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. κάποιου ρήματος, το οποίο, όμως, δεν διατηρήθηκε ίσως λόγω του ότι θα ήταν ομώνυμο με το ρ. [[σπείρω]]. Είναι, [[επίσης]], πιθανό η λ. να συνδέεται με τους τ. [[σπεῖρα]], [[σπυρίς]], [[σπάργανα]] ή να ανήκει σε προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>spartum</i>].
|mltxt=το / [[σπάρτον]], ΝΜΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] φαβίθες της τάξης [[φαβώδη]], με ένα μόνον [[είδος]], που [[είναι]] [[θάμνος]] με πολλούς πράσινους λεπτούς βλαστούς οι οποίοι μοιάζουν με [[βούρλα]] και με κίτρινα [[άνθη]] και το οποίο ευδοκιμεί σε ασβεστώδη, αμμώδη εδάφη ή καλλιεργείται ως καλλωπιστικό [[φυτό]], αλλ. [[σπάρτιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]] πλεγμένο από κλώνους σπάρτου («καὶ δὴ δοῦρα σέσηπε νεῶν καὶ σπάρτα λέλυνται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λουρί]] του κρεβατιού στη [[σειρά]] [[μαζί]] με άλλα για να τοποθετούνται [[επάνω]] τα στρωσίδια<br /><b>3.</b> [[σχοινί]] για [[μέτρηση]]<br /><b>4.</b> [[κλωστή]]<br /><b>5.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο αναρτούσαν τη [[φάλαγγα]] της ζυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[σπάρτον]] θα μπορούσε πιθ. να έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. κάποιου ρήματος, το οποίο, όμως, δεν διατηρήθηκε ίσως λόγω του ότι θα ήταν ομώνυμο με το ρ. [[σπείρω]]. Είναι, [[επίσης]], πιθανό η λ. να συνδέεται με τους τ. [[σπεῖρα]], [[σπυρίς]], [[σπάργανα]] ή να ανήκει σε προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>spartum</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 13 June 2022

Greek Monolingual

το / σπάρτον, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίθες της τάξης φαβώδη, με ένα μόνον είδος, που είναι θάμνος με πολλούς πράσινους λεπτούς βλαστούς οι οποίοι μοιάζουν με βούρλα και με κίτρινα άνθη και το οποίο ευδοκιμεί σε ασβεστώδη, αμμώδη εδάφη ή καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό, αλλ. σπάρτιο
αρχ.
1. σχοινί πλεγμένο από κλώνους σπάρτου («καὶ δὴ δοῦρα σέσηπε νεῶν καὶ σπάρτα λέλυνται», Ομ. Ιλ.)
2. λουρί του κρεβατιού στη σειρά μαζί με άλλα για να τοποθετούνται επάνω τα στρωσίδια
3. σχοινί για μέτρηση
4. κλωστή
5. το σχοινί με το οποίο αναρτούσαν τη φάλαγγα της ζυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. σπάρτον θα μπορούσε πιθ. να έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. κάποιου ρήματος, το οποίο, όμως, δεν διατηρήθηκε ίσως λόγω του ότι θα ήταν ομώνυμο με το ρ. σπείρω. Είναι, επίσης, πιθανό η λ. να συνδέεται με τους τ. σπεῖρα, σπυρίς, σπάργανα ή να ανήκει σε προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. spartum].