συγκρότημα: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
(39) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkrotima | |Transliteration C=sygkrotima | ||
|Beta Code=sugkro/thma | |Beta Code=sugkro/thma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[organization]], <b class="b3">μετὰ σ. τινός</b> Sch.Ar.''Pl.''325.<br><span class="bld">II</span> [[artifice]], [[crafty conduct]], Ulp.ad D.21.139 (pl.); [[contrivance]], ''Glossaria'' on [[κρότημα]], Sch.E.''Rh.''499. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] τό, das Zusammengeschlagene, Dichtgemachte, die zusammengebrachte Menge, das Heer. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] τό, das Zusammengeschlagene, Dichtgemachte, die zusammengebrachte Menge, das Heer. – Übertr., geschmiedete Ränke, List, Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A organization, μετὰ σ. τινός Sch.Ar.Pl.325.
II artifice, crafty conduct, Ulp.ad D.21.139 (pl.); contrivance, Glossaria on κρότημα, Sch.E.Rh.499.
German (Pape)
[Seite 970] τό, das Zusammengeschlagene, Dichtgemachte, die zusammengebrachte Menge, das Heer. – Übertr., geschmiedete Ränke, List, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρότημα: σῶμα συμπαγές, κατηρτισμένον, καλῶς συγκεκροτημένον, συνάθροισμα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 325, Γρηγόρ. Νύσσ., κλπ.· ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνδρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 499· ― ἐκστρατεία, Κύριλλ. ΙΙ. μεταφορ., ὡσαύτως, ἐπινόημα, πανουργία, Σχόλ., Δημ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συγκροτῶ
άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη
νεοελλ.
1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα»)
2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο και ενιαία διεύθυνση (α. «βιομηχανικό συγκρότημα» β. «συγκρότημα τραπεζών»)
3. στρ. σύνολο μονάδων του ίδιου όπλου υπό ενιαία διοίκηση
4. ομάδα ανθρώπων που υπηρετούν, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, ορισμένο είδος τέχνης (α. «μουσικό συγκρότημα» β. «χορευτικό συγκρότημα»)
5. μτφ. σύνολο προσώπων με κοινά ιδιοτελή συμφέροντα και με κοινές επιδιώξεις, κλίκα, σπείρα («συγκρότημα κλεπταποδόχων»)
αρχ.
1. δόλια επινόηση, τέχνασμα
2. (γενικά) επινόηση.