συνακόλουθος: Difference between revisions
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(39) |
mNo edit summary |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synakolouthos | |Transliteration C=synakolouthos | ||
|Beta Code=sunako/louqos | |Beta Code=sunako/louqos | ||
|Definition= | |Definition=συνακόλουθον, [[coupled with]], Arist. ''Rh.Al.''1435b2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] mitfolgend, begleitend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0998.png Seite 998]] [[mitfolgend]], [[begleitend]], Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνᾰκόλουθος:''' [[сопутствующий]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 08:58, 28 June 2024
English (LSJ)
συνακόλουθον, coupled with, Arist. Rh.Al.1435b2.
German (Pape)
[Seite 998] mitfolgend, begleitend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰκόλουθος: сопутствующий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰκόλουθος: -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / συνακόλουθος, -ον, ΝΜΑ ἀκόλουθος
νεοελλ.
1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα
2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του
3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο
το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η στάση του είναι συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει στη συνοδεία κάποιου.