Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύγιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(39)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 5: Line 5:
|mltxt=-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α [[Στύξ]], -<i>υγός</i>]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Στύγα]], στον Κάτω Κόσμο<br /><b>2.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]].
|mltxt=-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α [[Στύξ]], -<i>υγός</i>]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Στύγα]], στον Κάτω Κόσμο<br /><b>2.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α [[Στύξ]], -<i>υγός</i>]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Στύγα]], στον Κάτω Κόσμο<br /><b>2.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]].
|elnltext=στύγιος -ον [στύγος] [[gehaat]], [[afschuwelijk]].
}}
}}

Latest revision as of 13:42, 29 November 2022

German (Pape)

[Seite 958] (s. nom. pr.), übh. verabscheu't, abscheulich; λύπαι, Eur. Med. 195, ὀργαί, Hel. 1340, ἡμέρα στύγιος, Plut. de vit. aer. al. 2.

Greek Monolingual

-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α Στύξ, -υγός]
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Στύγα, στον Κάτω Κόσμο
2. μισητός, απεχθής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στύγιος -ον [στύγος] gehaat, afschuwelijk.