συνασκώ: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, ΜΑ [[ἀσκῶ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ασκούμαι στον μοναχικό βίο [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] ή [[εξασκώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ασκηθεί σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]] κάποιον πλήρως («[[πανταχόθεν]] ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>4.</b> [[συνεργώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανακατεύω]] [[μίγμα]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=-έω, ΜΑ [[ἀσκῶ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ασκούμαι στον μοναχικό βίο [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] ή [[εξασκώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ασκηθεί σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]] κάποιον πλήρως («[[πανταχόθεν]] ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>4.</b> [[συνεργώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανακατεύω]] [[μίγμα]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνασκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ασκούμαι σε [[κάτι]] έντονα<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>συνησκημένος</i><br />επιμελημένος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συνησκημένη [[ἕξις]]» — [[συνήθεια]] που αποκτήθηκε [[μετά]] από έντονη [[άσκηση]] <b>(Φιλόδ.)</b><br />β) «συνησκημένη [[παρατήρησις]]» — έντονη [[παρατήρηση]] <b>(Φιλόδ.)</b>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:04, 27 September 2022
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ ἀσκῶ
μσν.
εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλον
αρχ.
1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη
2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι
3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)
4. συνεργώ σε κάτι
5. επεξεργάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο
6. (κατ' επέκτ.) ανακατεύω μίγμα
7. παθ. συνασκοῦμαι, -έομαι
ασκούμαι σε κάτι έντονα
8. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) συνησκημένος
επιμελημένος
9. φρ. α) «συνησκημένη ἕξις» — συνήθεια που αποκτήθηκε μετά από έντονη άσκηση (Φιλόδ.)
β) «συνησκημένη παρατήρησις» — έντονη παρατήρηση (Φιλόδ.).