χαυνώνω: Difference between revisions

(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=χαυνῶ, -όω, ΝΜΑ [[χαῡνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[επιφέρω]] [[χαύνωση]], [[προξενώ]] πνευματική ή σωματική [[νωθρότητα]] («η [[τηλεόραση]] τον χαυνώνει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[εξασθενίζω]] [[κάτι]] («[[εἰρήνη]] χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χαυνοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[μαλακός]] («ἡ γῆ χαυνοῡται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[πλαδαρός]] («χαυνοῡσθαι ὑπὸ τοῡ νότου τὰ σώματα ταῑς κυούσαις», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ενέργεια]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον αλαζόνα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[φλόγωση]]) [[παρέρχομαι]], θεραπεύομαι.
|mltxt=[[χαυνῶ]], [[χαυνόω]], ΝΜΑ [[χαῦνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[επιφέρω]] [[χαύνωση]], [[προξενώ]] πνευματική ή σωματική [[νωθρότητα]] («η [[τηλεόραση]] τον χαυνώνει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[εξασθενίζω]] [[κάτι]] («[[εἰρήνη]] χαυνοῖ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χαυνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[μαλακός]] («ἡ γῆ χαυνοῦται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[πλαδαρός]] («χαυνοῦσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῖς κυούσαις», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ενέργεια]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον αλαζόνα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[φλόγωση]]) [[παρέρχομαι]], θεραπεύομαι.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

χαυνῶ, χαυνόω, ΝΜΑ χαῦνος
νεοελλ.
(μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τον χαυνώνει»)
μσν.
1. μτφ. εξασθενίζω κάτιεἰρήνη χαυνοῖ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)
2. παθ. χαυνοῦμαι, -όομαι
γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ χαυνοῦται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι πλαδαρός («χαυνοῦσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῖς κυούσαις», Αιλ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ενέργεια) χαλαρώνω
2. μτφ. κάνω κάποιον αλαζόνα
3. παθ. (για φλόγωση) παρέρχομαι, θεραπεύομαι.