Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φθορέας: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(45)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[φθορεύς]], -έως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει σταδιακή [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> [[διαφθορέας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αερον.)</b> μικρή στενή [[πλάκα]] ή [[σειρά]] από πλάκες ή [[άλλη]] [[διάταξη]] που προεξέχει από την [[επάνω]] [[επιφάνεια]] της πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία χρησιμεύει για να αυξάνει την [[οπισθέλκουσα]], υποβοηθώντας [[έτσι]] την [[επιβράδυνση]] του αεροπλάνου, αλλ. [[αερόφρενο]] ή [[αεροπέδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] (ή [[φθόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>).
|mltxt=φθορέας, ο / [[φθορεύς]], -έως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει σταδιακή [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> [[διαφθορέας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αερον.)</b> μικρή στενή [[πλάκα]] ή [[σειρά]] από πλάκες ή [[άλλη]] [[διάταξη]] που προεξέχει από την [[επάνω]] [[επιφάνεια]] της πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία χρησιμεύει για να αυξάνει την [[οπισθέλκουσα]], υποβοηθώντας [[έτσι]] την [[επιβράδυνση]] του αεροπλάνου, αλλ. [[αερόφρενο]] ή [[αεροπέδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] (ή [[φθόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>).
}}
}}

Latest revision as of 16:23, 10 May 2023

Greek Monolingual

φθορέας, ο / φθορεύς, -έως, ΝΜΑ
1. αυτός που επιφέρει σταδιακή καταστροφή
2. διαφθορέας
νεοελλ.
(αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια της πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία χρησιμεύει για να αυξάνει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την επιβράδυνση του αεροπλάνου, αλλ. αερόφρενο ή αεροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -εύς).