φαῦσιγξ: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(44)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faysigks
|Transliteration C=faysigks
|Beta Code=fau=sigc
|Beta Code=fau=sigc
|Definition=ιγγος, ἡ, (φαύζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">blister from burning</b>, also <b class="b2">any blister</b> or <b class="b2">pustule</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>883</span> (pl., φαύστιγγες Phot.), Hp. ap. Gal.19.150, <span class="bibl">Poll. 7.110</span>.</span>
|Definition=ιγγος, ἡ, ([[φαύζω]]) [[blister from burning]], also any [[blister]] or [[pustule]], Ar.''Fr.''883 (pl., φαύστιγγες Phot.), Hp. ap. Gal.19.150, Poll. 7.110.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1259.png Seite 1259]] ιγγος, ἡ, Brandblase, Blase vom Verbrennen, übh. jede Blase, Blatter auf der Haut, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1259.png Seite 1259]] ιγγος, ἡ, Brandblase, Blase vom Verbrennen, übh. jede Blase, Blatter auf der Haut, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''φαῦσιγξ:''' ιγγος ἡ [[волдырь]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαῦσιγξ''': -ιγγος, ἡ, ([[φαύζω]]) [[φλύκταινα]] [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν σκελῶν καὶ κνημῶν προξενουμένη ἐκ [[πυρός]], [[καθόλου]] δὲ [[φλύκταινα]], Λατ. pustula, papula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 699· πρβλ. Foës. Oec. Hipp., ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 586, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 110, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλπ.
|lstext='''φαῦσιγξ''': -ιγγος, ἡ, ([[φαύζω]]) [[φλύκταινα]] [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν σκελῶν καὶ κνημῶν προξενουμένη ἐκ [[πυρός]], [[καθόλου]] δὲ [[φλύκταινα]], Λατ. pustula, papula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 699· πρβλ. Foës. Oec. Hipp., ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 586, Πολυδ. Ζϳ, 110, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλπ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αύσιγγος, και [[φαύστιξ]], -ιγγος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φουσκάλα]] από [[έγκαυμα]] και, γενικά, [[κάθε]] είδους [[φλύκταινα]] ή [[εξόγκωμα]] του δέρματος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία [[πρέπει]] να συνδεθεί με έναν ρηματ. τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[φαύζω]]<br />[[φρύγω]] και έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εἶλ</i>-<i>ιγξ</i>, <i>στρόφ</i>-<i>ιγξ</i>), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. <i>φαυ</i>-<i>τι</i>-<i>ς</i> —παραγώγου του ρ.— με σημ. «[[κάψιμο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κύστ</i>-<i>ις</i>: <i>κύστ</i>-<i>ίγξ</i>, <i>στρόφ</i>-<i>ις</i>: <i>στρόφ</i>-<i>ιγξ</i>) με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-. Η [[σύνδεση]] τών τ. [[φαῦσιγξ]], [[φαύζω]] με τις λ. [[φῦσα]], [[φῦσιγξ]] [[καθώς]] και με τις λ. <i>φωΐδες</i>, [[φώγω]] δεν θεωρείται πιθανή. Παρλλ., [[τέλος]], [[προς]] τον τ. [[φαῦσιγξ]] απαντά και τ. πληθ. <i>φαύστιγγες</i>, ο [[οποίος]] σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[κύστιγξ]].
|mltxt=-αύσιγγος, και [[φαύστιξ]], -ιγγος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φουσκάλα]] από [[έγκαυμα]] και, γενικά, [[κάθε]] είδους [[φλύκταινα]] ή [[εξόγκωμα]] του δέρματος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῖς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία [[πρέπει]] να συνδεθεί με έναν ρηματ. τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[φαύζω]]<br />[[φρύγω]] και έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> ([[πρβλ]]. [[εἶλιγξ]], [[στρόφιγξ]]), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. <i>φαυ</i>-<i>τι</i>-<i>ς</i> —παραγώγου του ρ.— με σημ. «[[κάψιμο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κύστ</i>-<i>ις</i>: <i>κύστ</i>-<i>ίγξ</i>, <i>στρόφ</i>-<i>ις</i>: <i>στρόφ</i>-<i>ιγξ</i>) με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-. Η [[σύνδεση]] τών τ. [[φαῦσιγξ]], [[φαύζω]] με τις λ. [[φῦσα]], [[φῦσιγξ]] [[καθώς]] και με τις λ. <i>φωΐδες</i>, [[φώγω]] δεν θεωρείται πιθανή. Παρλλ., [[τέλος]], [[προς]] τον τ. [[φαῦσιγξ]] απαντά και τ. πληθ. <i>φαύστιγγες</i>, ο [[οποίος]] σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[κύστιγξ]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''φαῦσιγξ''': {phaũsigks}<br />'''Forms''': auch [[φαῦστιγξ]], pl. -ιγγες<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Brandblase]], [[Blase]] (Ar. ''Fr''. 883, Hp. ap. Gal. 19, 150, Poll. 7, 110, ''EM''789, 52, H.).<br />'''Composita''': Keine Kompp. od. Ableitungen.<br />'''Etymology''': Bildung wie μῆνιξ, [[στρόφιγξ]] usw., an [[φῦσα]] (s.d.) erinnernd und von φαύζει· φρύγει H. nicht zu trennen, aber im Einzelnen unklar. Die routinemäßige Ansetzung eines Ablauts ''əu'': ''ū'' (wozu noch ''ōu̯'' in [[φωΐδες]], s.d.) löst kein Rätsel.<br />'''Page''' 2,998
}}
{{trml
|trtx====[[blister]]===
Apache Western Apache: daʼiłtáné; Arabic: بَطْبَاطَة, نَفْطَة; Armenian: բշտիկ; Assamese: ফোঁহা; Azerbaijani: qabarcıq; Basque: baba; Belarusian: пухі́р; Bulgarian: пришка, мехур; Catalan: butllofa; Chinese Mandarin: [[水疱]], [[皰]], [[疱]]; Czech: puchýř; Danish: vable, blære, vabel; Dutch: [[blaar]], [[blein]], [[blister]], [[blaasje]]; Esperanto: blazo; Estonian: vill, rakk; Faroese: bløðra, blæma; Finnish: rakkula, rakko; French: [[ampoule]], [[cloque]], [[boursouflure]], [[phlyctène]]; Galician: bocha, ampola, vexiga; Georgian: ბებერა; German: [[Blase]]; Greek: [[φουσκάλα]]; Ancient Greek: [[πομφός]], [[φαῦσιγξ]], [[φλοκτίς]], [[φλύκταινα]], [[φλυκτίς]], [[φωΐς]]; Hebrew: שַׁלְפּוּחִית; Hiligaynon: lap-ok; Hindi: छाला, फफोला; Hungarian: vízhólyag, hólyag; Icelandic: blaðra, vessabóla, vatnsbóla; Ingrian: vesirakko, vesivilli; Irish: spuaic, clog; Italian: [[vescica]], [[bolla]]; Japanese: まめ, 水膨れ, 火脹れ, 水疱; Kazakh: күлбіреу, күлдіреу, қолдырау; Khmer: ដំណួច; Korean: 물집; Kurdish Central Kurdish: بِلۆق; Southern Kurdish: تووقاڵە; Latin: [[pustula]]; Luxembourgish: Bloder; Macedonian: меур, плускавец, плик; Manx: mamm; Maori: hoipū, pūputa, kōpūpū; Mongolian: цэврүү; Navajo: tóʼiiłtą́; Norman: boursoufliuthe; Norwegian Bokmål: vannblemme; Occitan: bofiga; Ottoman Turkish: قبارجق; Persian: تاول; Plautdietsch: Blos; Polish: pęcherz, bąbel, pęcherzyk; Portuguese: [[bolha]]; Romanian: bășică; Russian: [[волдырь]], [[нарыв]], [[мозоль]]; Scottish Gaelic: balg; Serbo-Croatian Cyrillic: пли̑к, жу̑љ, ме̏хӯр; Roman: plȋk, žȗlj, mȅhūr; Sicilian: mpudda, foddira; Slovak: pľuzgier; Slovene: žulj; Spanish: [[ampolla]], [[ámpula]]; Swedish: blåsa; Tagalog: paltos, libtos, libtok; Tarifit: tareffixt, areffix; Tatar: кабарчык sg; Thai: ผด, ตุ่ม, พุพอง; Tibetan: ཆུ་ལྒང; Tocharian B: weru; Turkish: kabarcık; Ukrainian: пухир; Urdu: چھالا; Volapük: buläd; Welsh: pothell, chwysigen; West Coast Yucatec Yup'Zazaki: bılık; Zulu: ivusela
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαῦσιγξ Medium diacritics: φαῦσιγξ Low diacritics: φαύσιγξ Capitals: ΦΑΥΣΙΓΞ
Transliteration A: phaûsinx Transliteration B: phausinx Transliteration C: faysigks Beta Code: fau=sigc

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, (φαύζω) blister from burning, also any blister or pustule, Ar.Fr.883 (pl., φαύστιγγες Phot.), Hp. ap. Gal.19.150, Poll. 7.110.

German (Pape)

[Seite 1259] ιγγος, ἡ, Brandblase, Blase vom Verbrennen, übh. jede Blase, Blatter auf der Haut, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαῦσιγξ: ιγγος ἡ волдырь Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φαῦσιγξ: -ιγγος, ἡ, (φαύζω) φλύκταινα κυρίως ἐπὶ τῶν σκελῶν καὶ κνημῶν προξενουμένη ἐκ πυρός, καθόλου δὲ φλύκταινα, Λατ. pustula, papula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 699· πρβλ. Foës. Oec. Hipp., ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 586, Πολυδ. Ζϳ, 110, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλπ.

Greek Monolingual

-αύσιγγος, και φαύστιξ, -ιγγος, ἡ, Α
1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα του δέρματος
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῖς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί με έναν ρηματ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φαύζω
φρύγω και έχει σχηματιστεί με επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. εἶλιγξ, στρόφιγξ), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. φαυ-τι-ς —παραγώγου του ρ.— με σημ. «κάψιμο» (πρβλ. κύστ-ις: κύστ-ίγξ, στρόφ-ις: στρόφ-ιγξ) με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-. Η σύνδεση τών τ. φαῦσιγξ, φαύζω με τις λ. φῦσα, φῦσιγξ καθώς και με τις λ. φωΐδες, φώγω δεν θεωρείται πιθανή. Παρλλ., τέλος, προς τον τ. φαῦσιγξ απαντά και τ. πληθ. φαύστιγγες, ο οποίος σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς το κύστιγξ.

Frisk Etymology German

φαῦσιγξ: {phaũsigks}
Forms: auch φαῦστιγξ, pl. -ιγγες
Grammar: f.
Meaning: Brandblase, Blase (Ar. Fr. 883, Hp. ap. Gal. 19, 150, Poll. 7, 110, EM789, 52, H.).
Composita: Keine Kompp. od. Ableitungen.
Etymology: Bildung wie μῆνιξ, στρόφιγξ usw., an φῦσα (s.d.) erinnernd und von φαύζει· φρύγει H. nicht zu trennen, aber im Einzelnen unklar. Die routinemäßige Ansetzung eines Ablauts əu: ū (wozu noch ōu̯ in φωΐδες, s.d.) löst kein Rätsel.
Page 2,998

Translations

blister

Apache Western Apache: daʼiłtáné; Arabic: بَطْبَاطَة, نَفْطَة; Armenian: բշտիկ; Assamese: ফোঁহা; Azerbaijani: qabarcıq; Basque: baba; Belarusian: пухі́р; Bulgarian: пришка, мехур; Catalan: butllofa; Chinese Mandarin: 水疱, , ; Czech: puchýř; Danish: vable, blære, vabel; Dutch: blaar, blein, blister, blaasje; Esperanto: blazo; Estonian: vill, rakk; Faroese: bløðra, blæma; Finnish: rakkula, rakko; French: ampoule, cloque, boursouflure, phlyctène; Galician: bocha, ampola, vexiga; Georgian: ბებერა; German: Blase; Greek: φουσκάλα; Ancient Greek: πομφός, φαῦσιγξ, φλοκτίς, φλύκταινα, φλυκτίς, φωΐς; Hebrew: שַׁלְפּוּחִית; Hiligaynon: lap-ok; Hindi: छाला, फफोला; Hungarian: vízhólyag, hólyag; Icelandic: blaðra, vessabóla, vatnsbóla; Ingrian: vesirakko, vesivilli; Irish: spuaic, clog; Italian: vescica, bolla; Japanese: まめ, 水膨れ, 火脹れ, 水疱; Kazakh: күлбіреу, күлдіреу, қолдырау; Khmer: ដំណួច; Korean: 물집; Kurdish Central Kurdish: بِلۆق; Southern Kurdish: تووقاڵە; Latin: pustula; Luxembourgish: Bloder; Macedonian: меур, плускавец, плик; Manx: mamm; Maori: hoipū, pūputa, kōpūpū; Mongolian: цэврүү; Navajo: tóʼiiłtą́; Norman: boursoufliuthe; Norwegian Bokmål: vannblemme; Occitan: bofiga; Ottoman Turkish: قبارجق; Persian: تاول; Plautdietsch: Blos; Polish: pęcherz, bąbel, pęcherzyk; Portuguese: bolha; Romanian: bășică; Russian: волдырь, нарыв, мозоль; Scottish Gaelic: balg; Serbo-Croatian Cyrillic: пли̑к, жу̑љ, ме̏хӯр; Roman: plȋk, žȗlj, mȅhūr; Sicilian: mpudda, foddira; Slovak: pľuzgier; Slovene: žulj; Spanish: ampolla, ámpula; Swedish: blåsa; Tagalog: paltos, libtos, libtok; Tarifit: tareffixt, areffix; Tatar: кабарчык sg; Thai: ผด, ตุ่ม, พุพอง; Tibetan: ཆུ་ལྒང; Tocharian B: weru; Turkish: kabarcık; Ukrainian: пухир; Urdu: چھالا; Volapük: buläd; Welsh: pothell, chwysigen; West Coast Yucatec Yup'Zazaki: bılık; Zulu: ivusela