Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(45)
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=φόλλιξ
|Medium diacritics=φόλλιξ
|Low diacritics=φόλλιξ
|Capitals=ΦΟΛΛΙΞ
|Transliteration A=phóllix
|Transliteration B=phollix
|Transliteration C=folliks
|Beta Code=fo/llic
|Definition=-ικος, ἡ, [[scab]], [[leprous sore]], Erot.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.

Latest revision as of 11:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόλλιξ Medium diacritics: φόλλιξ Low diacritics: φόλλιξ Capitals: ΦΟΛΛΙΞ
Transliteration A: phóllix Transliteration B: phollix Transliteration C: folliks Beta Code: fo/llic

English (LSJ)

-ικος, ἡ, scab, leprous sore, Erot.

German (Pape)

[Seite 1298] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φόλλιξ: -ικος, ἡ, ψωρώδης τραχύτης τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
τραχύτητα του δέρματος που οφείλεται σε ψώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. της λ. φολίς «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- και επίθημα -ιξ, -ικος (για την εναλλαγή -ικ- / -ιδ- στο επίθημα πρβλ. κλᾴξ: κληίς, [βλ. λ. κλείδα], στάλιξ: σταλίς)].