φόλλιξ: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(45) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=φόλλιξ | |||
|Medium diacritics=φόλλιξ | |||
|Low diacritics=φόλλιξ | |||
|Capitals=ΦΟΛΛΙΞ | |||
|Transliteration A=phóllix | |||
|Transliteration B=phollix | |||
|Transliteration C=folliks | |||
|Beta Code=fo/llic | |||
|Definition=-ικος, ἡ, [[scab]], [[leprous sore]], Erot. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp. |
Latest revision as of 11:05, 31 January 2021
English (LSJ)
-ικος, ἡ, scab, leprous sore, Erot.
German (Pape)
[Seite 1298] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φόλλιξ: -ικος, ἡ, ψωρώδης τραχύτης τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.
Greek Monolingual
-ικος, ἡ, Α
τραχύτητα του δέρματος που οφείλεται σε ψώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. της λ. φολίς «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- και επίθημα -ιξ, -ικος (για την εναλλαγή -ικ- / -ιδ- στο επίθημα πρβλ. κλᾴξ: κληίς, [βλ. λ. κλείδα], στάλιξ: σταλίς)].