Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλλόστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(45)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyllostrotos
|Transliteration C=fyllostrotos
|Beta Code=fullo/strwtos
|Beta Code=fullo/strwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of leafy branches</b>, χαμεῦναι <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>9</span> (anap.): <b class="b2">leaf-strewn</b>, heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span> 3</span>.</span>
|Definition=φυλλόστρωτον, [[made of leafy branches]], χαμεῦναι E.''Rh.''9 (anap.): [[leaf-strewn]], heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ Theoc.''Ep.'' 3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1315.png Seite 1315]] mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1315.png Seite 1315]] mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[jonché de feuilles]].<br />'''Étymologie:''' [[φύλλον]], [[στρώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φυλλόστρωτος''': -ον, [[ἐστρωμένος]] ἢ κεκαλυμμένος διὰ φύλλων, Εὐρ. Ρῆσ. 9· ― ἐκ τοῦ τύπου φυλλοστρώς, εὑρίσκομεν τὴν δοτ. φυλλοστρῶτι πέδῳ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 429.
|lstext='''φυλλόστρωτος''': -ον, [[ἐστρωμένος]] ἢ κεκαλυμμένος διὰ φύλλων, Εὐρ. Ρῆσ. 9· ― ἐκ τοῦ τύπου φυλλοστρώς, εὑρίσκομεν τὴν δοτ. φυλλοστρῶτι πέδῳ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 429.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />jonché de feuilles.<br />'''Étymologie:''' [[φύλλον]], [[στρώννυμι]].
|mltxt=-ον και [[φυλλοστρώς]], -ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α<br />στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», <b>Ευρ.</b><br />β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[στόρνυμι]]), [[πρβλ]]. [[λιθόστρωτος]], [[πορφυρόστρωτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φυλλόστρωτος:''' -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. <i>φυλλοστρῶτι</i> (όπως από <i>φυλλο-στρώς</i>), σε Θεόκρ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-ον και [[φυλλοστρώς]], -ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α<br />στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», <b>Ευρ.</b><br />β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[στόρνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθό</i>-<i>στρωτος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>στρωτος</i>].
|mdlsjtxt=φυλλό-στρωτος, ον,<br />strewed or [[covered]] with leaves, Eur.:—also dat. φυλλοστρῶτι (as if from φυλλο-στρώσ), Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλόστρωτος Medium diacritics: φυλλόστρωτος Low diacritics: φυλλόστρωτος Capitals: ΦΥΛΛΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: phyllóstrōtos Transliteration B: phyllostrōtos Transliteration C: fyllostrotos Beta Code: fullo/strwtos

English (LSJ)

φυλλόστρωτον, made of leafy branches, χαμεῦναι E.Rh.9 (anap.): leaf-strewn, heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ Theoc.Ep. 3.

German (Pape)

[Seite 1315] mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jonché de feuilles.
Étymologie: φύλλον, στρώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος ἢ κεκαλυμμένος διὰ φύλλων, Εὐρ. Ρῆσ. 9· ― ἐκ τοῦ τύπου φυλλοστρώς, εὑρίσκομεν τὴν δοτ. φυλλοστρῶτι πέδῳ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 429.

Greek Monolingual

-ον και φυλλοστρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α
στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ.
β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθόστρωτος, πορφυρόστρωτος].

Greek Monotonic

φυλλόστρωτος: -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. φυλλοστρῶτι (όπως από φυλλο-στρώς), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φυλλό-στρωτος, ον,
strewed or covered with leaves, Eur.:—also dat. φυλλοστρῶτι (as if from φυλλο-στρώσ), Theocr.