ἀποκαπνισμός: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(3) |
m (Text replacement - "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;" to "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apokapnismos | |Transliteration C=apokapnismos | ||
|Beta Code=a)pokapnismo/s | |Beta Code=a)pokapnismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ,[[fumigation]] (v.l. for [[ὑποκαπνισμός]]), Dsc.3.112. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[fumigación]] Dsc.3.112 (var.). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0305.png Seite 305]] ὁ, Einräucherung, Diosc. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποκαπνισμός''': ὁ, τὸ ἀποκαπνίζειν, [[κάπνισμα]] (πρὸς κάθαρσιν) Διοσκ. 3. 126. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[fumigation]]=== | |||
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίημα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίημα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:14, 7 November 2024
English (LSJ)
ὁ,fumigation (v.l. for ὑποκαπνισμός), Dsc.3.112.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fumigación Dsc.3.112 (var.).
German (Pape)
[Seite 305] ὁ, Einräucherung, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαπνισμός: ὁ, τὸ ἀποκαπνίζειν, κάπνισμα (πρὸς κάθαρσιν) Διοσκ. 3. 126.
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw