άρσην: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[άρρην]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη [[δήλωση]] του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία [[εποχή]] και στην επιστημονική [[ορολογία]] ([[γραμματική]], βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. [[γένος]] των ονομάτων και των [[φυτών]]. Ετυμολογικά ο τ. [[άρσην]], -<i>ενός</i> ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>ers</i>-, της οποίας αποτελεί τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>rs</i>-), που απαντά [[επίσης]] στο αρχ. ινδ. <i>ŗsα</i>-<i>bhά</i> - «[[ταύρος]]». Απίθανη θεωρείται η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>άrsαti</i> «κινούμαι ζωηρά, [[τρέχω]]». Τέλος, ο [[συσχετισμός]] του τ. [[άρσην]] με την [[οικογένεια]] λέξεων που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>vers</i>- «[[βροχή]], [[δροσιά]]» (<b>πρβλ.</b> [[έρση]], λατ. <i>verres</i>, αβεστ. <i>var∂šni</i>-, αρχ. ινδ. <i>vŗsαbhά</i>-) δεν θεωρείται [[αποδεκτός]]. Ο αττ. τ. [[άρρην]] προήλθε από το [[άρσην]] με [[αφομοίωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρσενικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αρσενοκοίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρσενογενής]], [[αρσενόθηλυς]], [[αρσενόθυμος]], [[αρσενόμορφος]], [[αρσενοπληθής]], [[αρσενόφρων]]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[άρρην]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη [[δήλωση]] του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία [[εποχή]] και στην επιστημονική [[ορολογία]] ([[γραμματική]], βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. [[γένος]] των ονομάτων και των [[φυτών]]. Ετυμολογικά ο τ. [[άρσην]], -<i>ενός</i> ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>ers</i>-, της οποίας αποτελεί τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>rs</i>-), που απαντά [[επίσης]] στο αρχ. ινδ. <i>ŗsα</i>-<i>bhά</i> - «[[ταύρος]]». Απίθανη θεωρείται η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>άrsαti</i> «κινούμαι ζωηρά, [[τρέχω]]». Τέλος, ο [[συσχετισμός]] του τ. [[άρσην]] με την [[οικογένεια]] λέξεων που ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>vers</i>- «[[βροχή]], [[δροσιά]]» (<b>πρβλ.</b> [[έρση]], λατ. <i>verres</i>, αβεστ. <i>var∂šni</i>-, αρχ. ινδ. <i>vŗsαbhά</i>-) δεν θεωρείται [[αποδεκτός]]. Ο αττ. τ. [[άρρην]] προήλθε από το [[άρσην]] με [[αφομοίωση]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρσενικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αρσενοκοίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρσενογενής]], [[αρσενόθηλυς]], [[αρσενόθυμος]], [[αρσενόμορφος]], [[αρσενοπληθής]], [[αρσενόφρων]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

βλ. άρρην.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία εποχή και στην επιστημονική ορολογία (γραμματική, βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. γένος των ονομάτων και των φυτών. Ετυμολογικά ο τ. άρσην, -ενός ανάγεται στη ρίζα ers-, της οποίας αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα (rs-), που απαντά επίσης στο αρχ. ινδ. ŗsα-bhά - «ταύρος». Απίθανη θεωρείται η σύνδεση με το αρχ. ινδ. άrsαti «κινούμαι ζωηρά, τρέχω». Τέλος, ο συσχετισμός του τ. άρσην με την οικογένεια λέξεων που ανάγεται στη ρίζα vers- «βροχή, δροσιά» (πρβλ. έρση, λατ. verres, αβεστ. var∂šni-, αρχ. ινδ. vŗsαbhά-) δεν θεωρείται αποδεκτός. Ο αττ. τ. άρρην προήλθε από το άρσην με αφομοίωση.
ΠΑΡ. αρσενικός.
ΣΥΝΘ. αρσενοκοίτης
αρχ.
αρσενογενής, αρσενόθηλυς, αρσενόθυμος, αρσενόμορφος, αρσενοπληθής, αρσενόφρων].