λειχήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leichinor
|Transliteration C=leichinor
|Beta Code=leixh/nwr
|Beta Code=leixh/nwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Lick-man</b>, name of a mouse, <span class="bibl">Batr.202</span>:—so also λειχομύλη [<b class="b3">ῠ], ἡ</b>, <b class="b2">Lick-meal</b>, name of a mouse, ib.<span class="bibl">29</span>; λειχοπίναξ [<b class="b3">ῐ], ᾰκος, ὁ</b>, <b class="b2">Lick-platter</b>, ib.<span class="bibl">100</span>, <span class="bibl">230</span>.</span>
|Definition=-ορος, ὁ, [[Lick-man]], name of a mouse, Batr.202:—so also [[λειχομύλη]] [ῠ], ἡ, [[Lick-meal]], name of a mouse, ib.29; λειχοπίναξ [ῐ], ᾰκος, ὁ, [[Lick-platter]], ib.100, 230.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειχήνωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />(κωμική [[ονομασία]] ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειχ</i>- του [[λείχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]. Οι τ. σε -<i>ήνωρ</i>, -<i>άνωρ</i> εμφανίζουν την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαπ</i>-<i>ήνωρ</i>, <i>δεισ</i>-<i>ήνωρ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=[[λειχήνωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />(κωμική [[ονομασία]] ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειχ</i>- του [[λείχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]. Οι τ. σε -<i>ήνωρ</i>, -<i>άνωρ</i> εμφανίζουν την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος), [[πρβλ]]. [[αγαπήνωρ]], [[δεισήνωρ]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λειχήνωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἀνήρ]]), αυτός που γλύφει τους άντρες, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.· ομοίως και, λειχο-[[μύλη]] <i>[ῠ]</i>, <i>ἡ</i>, αυτή που γλείφει το [[αλεύρι]], στο ίδ.· λειχο-[[πίναξ]] <i>[ῐ]</i>, <i>-ακος</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που γλείφει την [[πιατέλα]], στο ίδ.
|lsmtext='''λειχήνωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἀνήρ]]), αυτός που γλύφει τους άντρες, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.· ομοίως και, λειχο-[[μύλη]] <i>[ῠ]</i>, <i>ἡ</i>, αυτή που γλείφει το [[αλεύρι]], στο ίδ.· λειχο-[[πίναξ]] <i>[ῐ]</i>, <i>-ακος</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που γλείφει την [[πιατέλα]], στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λειχ-ήνωρ, ορος, [[ἀνήρ]]<br />[[lick]]-man, [[name]] of a [[mouse]], Batr.: so also λειχο-[[μύλη]], ἡ, Lick-[[meal]], Batr.:
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειχήνωρ Medium diacritics: λειχήνωρ Low diacritics: λειχήνωρ Capitals: ΛΕΙΧΗΝΩΡ
Transliteration A: leichḗnōr Transliteration B: leichēnōr Transliteration C: leichinor Beta Code: leixh/nwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, Lick-man, name of a mouse, Batr.202:—so also λειχομύλη [ῠ], ἡ, Lick-meal, name of a mouse, ib.29; λειχοπίναξ [ῐ], ᾰκος, ὁ, Lick-platter, ib.100, 230.

German (Pape)

[Seite 27] ορος, ὁ, Leckmann, heißt eine Maus, Batrach. 204.

Greek (Liddell-Scott)

λειχήνωρ: -ορος, ὁ, ὁ λείχων τοὺς ἄνδρας, ὄνομα μυός, Βατραχομυομαχ. 205· οὕτω καὶ λειχο-μύλη [ῡ], ἡ, ἡ λείχουσα τὸ ἄλευρον, ὄνομα μυός, αὐτόθι 29· λειχο-πίναξ [ῐ], ακος, ὁ, ὁ λείχων τὰ πινάκια, αὐτόθι 100, 233.

Greek Monolingual

λειχήνωρ, -ορος, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- του λείχω + -ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε -ήνωρ, -άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος), πρβλ. αγαπήνωρ, δεισήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

λειχήνωρ: -ορος, ὁ (ἀνήρ), αυτός που γλύφει τους άντρες, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.· ομοίως και, λειχο-μύλη [ῠ], , αυτή που γλείφει το αλεύρι, στο ίδ.· λειχο-πίναξ [ῐ], -ακος, , αυτός που γλείφει την πιατέλα, στο ίδ.

Middle Liddell

λειχ-ήνωρ, ορος, ἀνήρ
lick-man, name of a mouse, Batr.: so also λειχο-μύλη, ἡ, Lick-meal, Batr.: