Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντάστομος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentastomos
|Transliteration C=pentastomos
|Beta Code=penta/stomos
|Beta Code=penta/stomos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with five mouths</b> or <b class="b2">openings</b>, of the Nile, <span class="bibl">Hdt.2.10</span> ; of the Ister, <span class="bibl">Id.4.47</span> ; of the Rhone, <span class="bibl">Str.4.1.8</span>.</span>
|Definition=πεντάστομον, [[with five mouths]] or [[openings]], of the Nile, [[Herodotus|Hdt.]]2.10; of the Ister, Id.4.47; of the Rhone, Str.4.1.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0557.png Seite 557]] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; [[ποταμός]], Pol. 34, 10, 5; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0557.png Seite 557]] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; [[ποταμός]], Pol. 34, 10, 5; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''πεντάστομος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] στόματα ἢ [[ἐκβολάς]], ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cinq bouches <i>ou</i> embouchures.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br />à cinq bouches <i>ou</i> embouchures.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[στόμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] [[met vijf mondingen]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεντάστομος:''' [[с пятью устьями]] ([[ποταμός]] Her., Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάστομος]], -ον ΝΑ<br />([[ιδίως]] για ποταμούς) αυτός που έχει [[πέντε]] στόμια, [[δηλαδή]] [[πέντε]] εκβολές («τοῡ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάστομος]], -ον ΝΑ<br />([[ιδίως]] για ποταμούς) αυτός που έχει [[πέντε]] στόμια, [[δηλαδή]] [[πέντε]] εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[δίστομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεντάστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει [[πέντε]] στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πεντάστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει [[πέντε]] στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.
}}
{{ls
|lstext='''πεντάστομος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] στόματα ἢ [[ἐκβολάς]], ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεντά-στομος, ον, [[στόμα]]<br />with [[five]] mouths or openings, of rivers, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάστομος Medium diacritics: πεντάστομος Low diacritics: πεντάστομος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pentástomos Transliteration B: pentastomos Transliteration C: pentastomos Beta Code: penta/stomos

English (LSJ)

πεντάστομον, with five mouths or openings, of the Nile, Hdt.2.10; of the Ister, Id.4.47; of the Rhone, Str.4.1.8.

German (Pape)

[Seite 557] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq bouches ou embouchures.
Étymologie: πέντε, στόμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.

Russian (Dvoretsky)

πεντάστομος: с пятью устьями (ποταμός Her., Polyb.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάστομος, -ον ΝΑ
(ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δίστομος].

Greek Monotonic

πεντάστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει πέντε στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστομος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στόματα ἢ ἐκβολάς, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.

Middle Liddell

πεντά-στομος, ον, στόμα
with five mouths or openings, of rivers, Hdt.