νίπτρον: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(5)
m (elru replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=niptron
|Transliteration C=niptron
|Beta Code=ni/ptron
|Beta Code=ni/ptron
|Definition=τό, (νίζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">water for washing</b>, <span class="bibl">Poll.10.78</span>: mostly in pl., <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>225</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1174</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hel.</span>1384</span>, <span class="title">AP</span>12.68 (Mel.); παῖδες ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν <span class="bibl">Philox.2.39</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">Νίπτρα, τά,</b> the <b class="b2">Bath Scene</b>, title of play by Sophocles on the recognition of Odysseus by his nurse; also applied to <span class="bibl">Od.19</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1460a26</span>, and to the <b class="b2">Bath Scene</b> in that book, ib.<span class="bibl">1454b30</span>.</span>
|Definition=τό, ([[νίζω]])<br><span class="bld">A</span> [[water for washing]], Poll.10.78: mostly in plural, A.Fr.225, E.Ion1174, Hel.1384, AP12.68 (Mel.); παῖδες ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν Philox.2.39.<br><span class="bld">II</span> [[Νίπτρα]], τά, the [[Bath Scene]], title of play by Sophocles on the recognition of [[Odysseus]] by his [[nurse]]; also applied to Od.19, Arist.Po.1460a26, and to the [[Bath Scene]] in that book, ib.1454b30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0257.png Seite 257]] τό, das Waschwasser; Aesch. frg. 210; ἐκ κρωσσῶν [[ὕδωρ]] χεροῖν ἔπεμπε νίπτρα, Eur. Ion 1174; sp. D., νίπτρα ποδῶν, Mel. 14 (XII, 68); Nicarch. 8 (IX, 330).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0257.png Seite 257]] τό, das Waschwasser; Aesch. frg. 210; ἐκ κρωσσῶν [[ὕδωρ]] χεροῖν ἔπεμπε νίπτρα, Eur. Ion 1174; sp. D., νίπτρα ποδῶν, Mel. 14 (XII, 68); Nicarch. 8 (IX, 330).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[eau pour se laver]].<br />'''Étymologie:''' [[νίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νίπτρον:''' τό (преимущ. pl.) вода для омовения Trag., Anth.: τὰ Νίπτρα Arst. Омовение (Одиссея) (часть XIX песни «Одиссеи»).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νίπτρον''': τό, ([[νίζω]]) [[ὕδωρ]] διὰ [[νίψιμον]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 78· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 210, Εὐρ. Ἴων 1174, Ἑλ. 1384, Ἀνθ. Π. 12. 68· ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 408Ε· πρβλ. χεὶρ 6. ― Τὸ [[μέρος]] τῆς Ὀδυσσείας [[ἔνθα]] τὸν Ὀδυσσέα ἀναγνωρίζει ἡ τροφὸς [[αὐτοῦ]] ἐνῷ νίπτει τοὺς πόδας του, ἐκαλεῖτο Νίπτρα· καὶ ὁ Σοφ. ἔγραψε [[δρᾶμα]] περὶ τοῦ Ὀδυσσέως φέρον τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο.
|lstext='''νίπτρον''': τό, ([[νίζω]]) [[ὕδωρ]] διὰ [[νίψιμον]], Πολυδ. Ι΄, 78· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 210, Εὐρ. Ἴων 1174, Ἑλ. 1384, Ἀνθ. Π. 12. 68· ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 408Ε· πρβλ. χεὶρ 6. ― Τὸ [[μέρος]] τῆς Ὀδυσσείας [[ἔνθα]] τὸν Ὀδυσσέα ἀναγνωρίζει ἡ τροφὸς [[αὐτοῦ]] ἐνῷ νίπτει τοὺς πόδας του, ἐκαλεῖτο Νίπτρα· καὶ ὁ Σοφ. ἔγραψε [[δρᾶμα]] περὶ τοῦ Ὀδυσσέως φέρον τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />eau pour se laver.<br />'''Étymologie:''' [[νίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νίπτρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[νερό]] για [[νίψιμο]], για [[πλύσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>νίπτρα</i><br />το [[μέρος]] της Οδύσσειας [[κατά]] το οποίο η [[τροφός]], [[καθώς]] νίβει τα πόδια του Οδυσσέα, τον αναγνωρίζει<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Νίπτρα</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Σοφοκλέους με ήρωα τον Οδυσσέα, η οποία δεν διασώθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νή</i>-<i>τρον</i>)].
|mltxt=[[νίπτρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[νερό]] για [[νίψιμο]], για [[πλύσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>νίπτρα</i><br />το [[μέρος]] της Οδύσσειας [[κατά]] το οποίο η [[τροφός]], [[καθώς]] νίβει τα πόδια του Οδυσσέα, τον αναγνωρίζει<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Νίπτρα</i><br />[[τίτλος]] τραγωδίας του Σοφοκλέους με ήρωα τον Οδυσσέα, η οποία δεν διασώθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[νήτρον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νίπτρον:''' τό ([[νίζω]]), [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''νίπτρον:''' τό ([[νίζω]]), [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[κυρίως]] στον πληθ., σε Ευρ., Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νίπτρον]], ου, τό, [[νίζω]]<br />[[water]] for [[washing]], [[mostly]] in plural, Eur., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίπτρον Medium diacritics: νίπτρον Low diacritics: νίπτρον Capitals: ΝΙΠΤΡΟΝ
Transliteration A: níptron Transliteration B: niptron Transliteration C: niptron Beta Code: ni/ptron

English (LSJ)

τό, (νίζω)
A water for washing, Poll.10.78: mostly in plural, A.Fr.225, E.Ion1174, Hel.1384, AP12.68 (Mel.); παῖδες ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν Philox.2.39.
II Νίπτρα, τά, the Bath Scene, title of play by Sophocles on the recognition of Odysseus by his nurse; also applied to Od.19, Arist.Po.1460a26, and to the Bath Scene in that book, ib.1454b30.

German (Pape)

[Seite 257] τό, das Waschwasser; Aesch. frg. 210; ἐκ κρωσσῶν ὕδωρ χεροῖν ἔπεμπε νίπτρα, Eur. Ion 1174; sp. D., νίπτρα ποδῶν, Mel. 14 (XII, 68); Nicarch. 8 (IX, 330).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau pour se laver.
Étymologie: νίπτω.

Russian (Dvoretsky)

νίπτρον: τό (преимущ. pl.) вода для омовения Trag., Anth.: τὰ Νίπτρα Arst. Омовение (Одиссея) (часть XIX песни «Одиссеи»).

Greek (Liddell-Scott)

νίπτρον: τό, (νίζω) ὕδωρ διὰ νίψιμον, Πολυδ. Ι΄, 78· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 210, Εὐρ. Ἴων 1174, Ἑλ. 1384, Ἀνθ. Π. 12. 68· ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 408Ε· πρβλ. χεὶρ 6. ― Τὸ μέρος τῆς Ὀδυσσείας ἔνθα τὸν Ὀδυσσέα ἀναγνωρίζει ἡ τροφὸς αὐτοῦ ἐνῷ νίπτει τοὺς πόδας του, ἐκαλεῖτο Νίπτρα· καὶ ὁ Σοφ. ἔγραψε δρᾶμα περὶ τοῦ Ὀδυσσέως φέρον τὸ ὄνομα τοῦτο.

Greek Monolingual

νίπτρον, τὸ (Α)
1. νερό για νίψιμο, για πλύσιμο
2. στον πληθ. νίπτρα
το μέρος της Οδύσσειας κατά το οποίο η τροφός, καθώς νίβει τα πόδια του Οδυσσέα, τον αναγνωρίζει
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Νίπτρα
τίτλος τραγωδίας του Σοφοκλέους με ήρωα τον Οδυσσέα, η οποία δεν διασώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + επίθημα -τρον (πρβλ. νήτρον)].

Greek Monotonic

νίπτρον: τό (νίζω), νερό για πλύσιμο των χεριών, κυρίως στον πληθ., σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

νίπτρον, ου, τό, νίζω
water for washing, mostly in plural, Eur., Anth.