ἀποτελευτάω: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apoteleftao | |Transliteration C=apoteleftao | ||
|Beta Code=a)poteleuta/w | |Beta Code=a)poteleuta/w | ||
|Definition=intr., | |Definition=intr., [[end]], ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, cf. Alex.Aphr. ''Pr.''2.57; <b class="b3">εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς</b>, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 353e, 354b; ἀποτελευτῶν [[at last]], Id.''Plt.''310e; εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''983a18; ἡ ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν Id.''Pol.''1305b11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[terminar en]] c. εἰς: ἐς τεταρταίους Hp.<i>Aër</i>.10, σύνδεσμοι ... ἐς πόδας Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 37, εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας Alex.Aphr.<i>Pr</i>.2.57<br /><b class="num">•</b>[[resultar en]] εἰς ἀνίας Pl.<i>Prt</i>.353e, εἰς ἡδονάς Pl.<i>Prt</i>.354b, εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους Pl.<i>Epin</i>.984d, εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.<i>Metaph</i>.983<sup>a</sup>18, ἡ ὀλιγαρχία ... εἰς δῆμον Arist.<i>Pol</i>.1305<sup>b</sup>11, εἰς τὸ ἄλογον καὶ φυσικὸν ... τῆς ψυχῆς Plu.2.706a<br /><b class="num">•</b>abs. ἀποτελευτῶσα finalmente</i> Pl.<i>Plt</i>.310e. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] endigen, aufhören, εἰς ἡδονὰς ἀποτελευτᾷ Plat. Prot. 354 b; Arist. Pol. 5, 6 [[ὀλιγαρχία]] εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν, wurde endlich eine Demokratie; Sp. auch act., zu Ende bringen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] endigen, aufhören, εἰς ἡδονὰς ἀποτελευτᾷ Plat. Prot. 354 b; Arist. Pol. 5, 6 [[ὀλιγαρχία]] εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν, wurde endlich eine Demokratie; Sp. auch act., zu Ende bringen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀποτελευτῶ]] :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> finir, aboutir, <i>avec</i> εἰς et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τελευτάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτελευτάω:''' [[заканчиваться]], [[переходить]] (εἴς τι Plat., Arst. и πρός τι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτελευτάω''': ἀμεταβ., τελευτῶ, εἴς τι, εἰς πρᾶγμά τι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Πλάτ. Πρωτ. 353Ε, 354Β· ἀποτελευτῶν, ἐπὶ τέλους, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], εἰς [[τέλος]], ἀποτελειώνω ἐντελῶς, Ἀλέξ. Ἀφρ. | |lstext='''ἀποτελευτάω''': ἀμεταβ., τελευτῶ, εἴς τι, εἰς πρᾶγμά τι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Πλάτ. Πρωτ. 353Ε, 354Β· ἀποτελευτῶν, ἐπὶ τέλους, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], εἰς [[τέλος]], ἀποτελειώνω ἐντελῶς, Ἀλέξ. Ἀφρ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτελευτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταλήγω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[έκβαση]], <i>εἴςτι</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀποτελευτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταλήγω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[έκβαση]], <i>εἴςτι</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=intr. to end, εἴς τι in a [[thing]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 29 May 2024
English (LSJ)
intr., end, ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, cf. Alex.Aphr. Pr.2.57; εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Pl.Prt. 353e, 354b; ἀποτελευτῶν at last, Id.Plt.310e; εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18; ἡ ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν Id.Pol.1305b11.
Spanish (DGE)
terminar en c. εἰς: ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, σύνδεσμοι ... ἐς πόδας Hp.Acut.(Sp.) 37, εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας Alex.Aphr.Pr.2.57
•resultar en εἰς ἀνίας Pl.Prt.353e, εἰς ἡδονάς Pl.Prt.354b, εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους Pl.Epin.984d, εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18, ἡ ὀλιγαρχία ... εἰς δῆμον Arist.Pol.1305b11, εἰς τὸ ἄλογον καὶ φυσικὸν ... τῆς ψυχῆς Plu.2.706a
•abs. ἀποτελευτῶσα finalmente Pl.Plt.310e.
German (Pape)
[Seite 330] endigen, aufhören, εἰς ἡδονὰς ἀποτελευτᾷ Plat. Prot. 354 b; Arist. Pol. 5, 6 ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν, wurde endlich eine Demokratie; Sp. auch act., zu Ende bringen.
French (Bailly abrégé)
ἀποτελευτῶ :
1 intr. finir, aboutir, avec εἰς et l'acc.;
2 tr. achever.
Étymologie: ἀπό, τελευτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτελευτάω: заканчиваться, переходить (εἴς τι Plat., Arst. и πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτελευτάω: ἀμεταβ., τελευτῶ, εἴς τι, εἰς πρᾶγμά τι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Πλάτ. Πρωτ. 353Ε, 354Β· ἀποτελευτῶν, ἐπὶ τέλους, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. φέρω εἰς πέρας, εἰς τέλος, ἀποτελειώνω ἐντελῶς, Ἀλέξ. Ἀφρ.
Greek Monotonic
ἀποτελευτάω: μέλ. -ήσω, καταλήγω, οδηγώ σε συγκεκριμένη έκβαση, εἴςτι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
intr. to end, εἴς τι in a thing, Plat.