Ἀσκώλια: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Askōlia
|Transliteration B=Askōlia
|Transliteration C=Askolia
|Transliteration C=Askolia
|Beta Code=*)askw/lia
|Beta Code=*)askw/lia
|Definition=τά, second day of the rural Dionysia, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1129</span>.
|Definition=τά, second day of the rural Dionysia, Sch.Ar.''Pl.''1129.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Ἀσκώλια]], τα (Α)<br />η δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ασκώλια</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], μέσω ενός επιθήματος -<i>ō</i>(<i>lο</i>)-. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία λαμβάνεται ως [[βάση]] τ. <i>άσκωλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σκωλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αφ' ενός [[σκωλοβατίζω]] «[[βαδίζω]] με ξυλοπόδαρα» αφ' ετέρου <i>αγκωλιάδεν</i> «άλλεσθαι Κρήτες» και <i>αγκωλιάζων</i> «αλλόμενος τω ετέρω ποδί», <b>Ησύχ.</b>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική, [[γιατί]] ή [[πρέπει]] η λ. <i>ασκώλια</i> να χωριστεί από το ρ. [[ασκωλιάζω]] ή το <i>ασκώλια</i> να παραχθεί από το [[ασκωλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], παρετυμολογικά με υποχωρητικό σχηματισμό. Πιθανότερο [[είναι]] ο τ. [[ασκωλιάζω]] να επηρεάστηκε σημασιολογικά ως [[προς]] την [[έννοια]] «[[πηδώ]] στο ένα [[πόδι]]» από το όμοια φωνητικά <i>αγκωλιάζω</i>. Η λ. <i>ασκώλια</i> χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει τη [[γιορτή]] που γινόταν [[προς]] [[τιμή]] του Διονύσου τη δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων, [[κατά]] την οποία, σύμφωνα με τον Ησύχιο, [[κυρίως]] πηδούσαν [[πάνω]] σε ασκούς με σκοπό να προκαλέσουν το [[γέλιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκωλιάζω]], [[ασκωλίζω]]].
|mltxt=[[Ἀσκώλια]], τα (Α)<br />η δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ασκώλια</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], μέσω ενός επιθήματος -<i>ō</i>(<i>lο</i>)-. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία λαμβάνεται ως [[βάση]] τ. <i>άσκωλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σκωλος</i> ([[πρβλ]]. αφ' ενός [[σκωλοβατίζω]] «[[βαδίζω]] με ξυλοπόδαρα» αφ' ετέρου <i>αγκωλιάδεν</i> «άλλεσθαι Κρήτες» και <i>αγκωλιάζων</i> «αλλόμενος τω ετέρω ποδί», <b>Ησύχ.</b>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική, [[γιατί]] ή [[πρέπει]] η λ. <i>ασκώλια</i> να χωριστεί από το ρ. [[ασκωλιάζω]] ή το <i>ασκώλια</i> να παραχθεί από το [[ασκωλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], παρετυμολογικά με υποχωρητικό σχηματισμό. Πιθανότερο [[είναι]] ο τ. [[ασκωλιάζω]] να επηρεάστηκε σημασιολογικά ως [[προς]] την [[έννοια]] «[[πηδώ]] στο ένα [[πόδι]]» από το όμοια φωνητικά <i>αγκωλιάζω</i>. Η λ. <i>ασκώλια</i> χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει τη [[γιορτή]] που γινόταν [[προς]] [[τιμή]] του Διονύσου τη δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων, [[κατά]] την οποία, σύμφωνα με τον Ησύχιο, [[κυρίως]] πηδούσαν [[πάνω]] σε ασκούς με σκοπό να προκαλέσουν το [[γέλιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκωλιάζω]], [[ασκωλίζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀσκώλια:''' τά ([[ἀσκός]]), δεύτερη [[μέρα]] των αγροτικών Διονυσίων (τα μικρά ή κατ' αγρούς) όπου χόρευαν πάνω σε φουσκωμένα ασκιά, Λατ. "unctos saluere [[per]] utres".
|lsmtext='''Ἀσκώλια:''' τά ([[ἀσκός]]), δεύτερη [[μέρα]] των αγροτικών Διονυσίων (τα μικρά ή κατ' αγρούς) όπου χόρευαν πάνω σε φουσκωμένα ασκιά, Λατ. "unctos saluere [[per]] utres".
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀσκώλια Medium diacritics: Ἀσκώλια Low diacritics: Ασκώλια Capitals: ΑΣΚΩΛΙΑ
Transliteration A: Askṓlia Transliteration B: Askōlia Transliteration C: Askolia Beta Code: *)askw/lia

English (LSJ)

τά, second day of the rural Dionysia, Sch.Ar.Pl.1129.

Spanish (DGE)

-ων, τά
Ascolias fiestas de las Dionisias agrarias del Ática, en las que se saltaba a la pata coja sobre odres engrasados, Sch.Ar.Pl.1129.

Greek Monolingual

Ἀσκώλια, τα (Α)
η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος -ō(lο)-. Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. άσκωλος < αν-σκωλος (πρβλ. αφ' ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα» αφ' ετέρου αγκωλιάδεν «άλλεσθαι Κρήτες» και αγκωλιάζων «αλλόμενος τω ετέρω ποδί», Ησύχ.) δεν είναι ικανοποιητική, γιατί ή πρέπει η λ. ασκώλια να χωριστεί από το ρ. ασκωλιάζω ή το ασκώλια να παραχθεί από το ασκωλιάζω < ασκός, παρετυμολογικά με υποχωρητικό σχηματισμό. Πιθανότερο είναι ο τ. ασκωλιάζω να επηρεάστηκε σημασιολογικά ως προς την έννοια «πηδώ στο ένα πόδι» από το όμοια φωνητικά αγκωλιάζω. Η λ. ασκώλια χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει τη γιορτή που γινόταν προς τιμή του Διονύσου τη δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων, κατά την οποία, σύμφωνα με τον Ησύχιο, κυρίως πηδούσαν πάνω σε ασκούς με σκοπό να προκαλέσουν το γέλιο.
ΠΑΡ. αρχ. ασκωλιάζω, ασκωλίζω].

Greek Monotonic

Ἀσκώλια: τά (ἀσκός), δεύτερη μέρα των αγροτικών Διονυσίων (τα μικρά ή κατ' αγρούς) όπου χόρευαν πάνω σε φουσκωμένα ασκιά, Λατ. "unctos saluere per utres".