ἐναποτίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(4)
m (Text replacement - "Proceß" to "Prozess")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enapotino
|Transliteration C=enapotino
|Beta Code=e)napoti/nw
|Beta Code=e)napoti/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pay</b> or <b class="b2">spend in litigation in</b> a place, πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>38</span>.</span>
|Definition=[[pay]] or [[spend in litigation in]] a place, πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''38.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[pagar]] ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas</i> Ar.<i>Au</i>.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0828.png Seite 828]] (s. [[τίνω]]), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0828.png Seite 828]] (s. [[τίνω]]), darin als Buße (Prozesskosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.
}}
{{bailly
|btext=[[payer en échange]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀποτίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναποτίνω:''' (ῑ) (в качестве судебных издержек) уплачивать, растрачивать (χρήματα Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναποτίνω''': δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.
|lstext='''ἐναποτίνω''': δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.
}}
{{bailly
|btext=payer en échange.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀποτίνω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[pagar]] ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas</i> Ar.<i>Au</i>.38.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐναποτίνω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] έξοδα δίκης, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐναποτίνω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] έξοδα δίκης, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[τίσω]]<br />to [[spend]] on law in a [[place]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 10 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποτίνω Medium diacritics: ἐναποτίνω Low diacritics: εναποτίνω Capitals: ΕΝΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: enapotínō Transliteration B: enapotinō Transliteration C: enapotino Beta Code: e)napoti/nw

English (LSJ)

pay or spend in litigation in a place, πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα Ar.Av.38.

Spanish (DGE)

pagar ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas Ar.Au.38.

German (Pape)

[Seite 828] (s. τίνω), darin als Buße (Prozesskosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.

French (Bailly abrégé)

payer en échange.
Étymologie: ἐν, ἀποτίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποτίνω: (ῑ) (в качестве судебных издержек) уплачивать, растрачивать (χρήματα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποτίνω: δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.

Greek Monolingual

ἐναποτίνω (Α)
καταβάλλω, πληρώνω για δαπάνες δίκης.

Greek Monotonic

ἐναποτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω έξοδα δίκης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -τίσω
to spend on law in a place, Ar.