Ζηνόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Zēnophrōn
|Transliteration B=Zēnophrōn
|Transliteration C=Zinofron
|Transliteration C=Zinofron
|Beta Code=*zhno/frwn
|Beta Code=*zhno/frwn
|Definition=ον, gen. ονος, (Ζήν, φρήν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">knowing the mind of Zeus</b>, epith. of Apollo as revealing Zeus' will in oracles, <span class="title">AP</span>9.525.7.</span>
|Definition=Ζηνόφρον, gen. ονος, ([[Ζήν]], [[φρήν]]) [[knowing the mind of Zeus]], [[epithet]] of [[Apollo]] as revealing Zeus' will in oracles, ''AP''9.525.7.
}}
{{elru
|elrutext='''Ζηνόφρων:''' ονος ὁ [[передающий мысли Зевса]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ζηνόφρων:''' -ον ([[Ζήν]], [[φρήν]]), γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που γνωρίζει τις βουλές ή τη [[θέληση]] του [[Δία]], επίθ. που χρησιμοποιείται για τον Απόλλωνα, [[καθώς]] θεωρούνταν ότι αποκάλυπτε μέσω των χρησμών του τις βουλές του [[Δία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''Ζηνόφρων:''' -ον ([[Ζήν]], [[φρήν]]), γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που γνωρίζει τις βουλές ή τη [[θέληση]] του [[Δία]], επίθ. που χρησιμοποιείται για τον Απόλλωνα, [[καθώς]] θεωρούνταν ότι αποκάλυπτε μέσω των χρησμών του τις βουλές του [[Δία]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Ζηνό-φρων, ονος, [Ζήν, [[φρήν]]<br />[[knowing]] the [[mind]] of [[Zeus]], of [[Apollo]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ζηνόφρων Medium diacritics: Ζηνόφρων Low diacritics: Ζηνόφρων Capitals: ΖΗΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: Zēnóphrōn Transliteration B: Zēnophrōn Transliteration C: Zinofron Beta Code: *zhno/frwn

English (LSJ)

Ζηνόφρον, gen. ονος, (Ζήν, φρήν) knowing the mind of Zeus, epithet of Apollo as revealing Zeus' will in oracles, AP9.525.7.

Russian (Dvoretsky)

Ζηνόφρων: ονος ὁ передающий мысли Зевса (Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

Ζηνόφρων: -ον, γεν. ονος, (Ζήν, φρὴν) ὁ γινώσκων τὸ φρόνημα ἢ τὰς βουλὰς τοῦ Διός, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς ἀποκαλύπτοντος τὴν βούλησιν τοῦ Διὸς διὰ τῶν χρησμῶν του, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· οὕτω καὶ Ζηνο-δοτήρ, ῆρος, αὐτόθι.

Greek Monotonic

Ζηνόφρων: -ον (Ζήν, φρήν), γεν. -ονος, αυτός που γνωρίζει τις βουλές ή τη θέληση του Δία, επίθ. που χρησιμοποιείται για τον Απόλλωνα, καθώς θεωρούνταν ότι αποκάλυπτε μέσω των χρησμών του τις βουλές του Δία, σε Ανθ.

Middle Liddell

Ζηνό-φρων, ονος, [Ζήν, φρήν
knowing the mind of Zeus, of Apollo, Anth.