λάλλαι: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lallai | |Transliteration C=lallai | ||
|Beta Code=la/llai | |Beta Code=la/llai | ||
|Definition=αἱ, | |Definition=αἱ, [[pebbles]], from their [[prattling]] in the stream, restored for [[ἄλλαι]] in Theoc.22.39, from [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''555.47. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶν (αἱ) :<br />[[petits cailloux]].<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάλλαι''': -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν [[ὅταν]] κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47. | |lstext='''λάλλαι''': -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν [[ὅταν]] κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λάλλαι:''' αἱ ([[λαλέω]]), χαλίκια, βότσαλα, από το θόρυβο που κάνουν στο [[νερό]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''λάλλαι:''' αἱ ([[λαλέω]]), χαλίκια, βότσαλα, από το θόρυβο που κάνουν στο [[νερό]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λάλλαι]], ῶν, αἱ, [[λαλέω]]<br />pebbles, from [[their]] [[prattling]] in the [[stream]], Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
αἱ, pebbles, from their prattling in the stream, restored for ἄλλαι in Theoc.22.39, from Hsch., EM555.47.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
petits cailloux.
Étymologie: λᾶας.
Greek (Liddell-Scott)
λάλλαι: -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν ὅταν κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47.
Greek Monolingual
λάλλαι, αἱ (Α)
βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθη ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα].
Greek Monotonic
λάλλαι: αἱ (λαλέω), χαλίκια, βότσαλα, από το θόρυβο που κάνουν στο νερό, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
λάλλαι, ῶν, αἱ, λαλέω
pebbles, from their prattling in the stream, Theocr.