λιπανδρέω: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lipandreo
|Transliteration C=lipandreo
|Beta Code=lipandre/w
|Beta Code=lipandre/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be in want of men</b>, <span class="bibl">Ephor.216</span> J.</span>
|Definition=to [[be in want of men]], Ephor.216 J.
}}
{{bailly
|btext=[[λιπανδρῶ]] :<br />[[manquer d'hommes]].<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[ἀνήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λιπανδρέω''': [[πάσχω]] ἔλλειψιν ἀνδρῶν, Ἔφορ. 53, Στράβ. 279· καὶ λῐπανδρία, ἡ, [[ἔλλειψις]] ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. 596· ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]].
|lstext='''λιπανδρέω''': [[πάσχω]] ἔλλειψιν ἀνδρῶν, Ἔφορ. 53, Στράβ. 279· καὶ λῐπανδρία, ἡ, [[ἔλλειψις]] ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. 596· ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />manquer d’hommes.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[ἀνήρ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐπανδρέω:''' (λείπομαι, [[ἀνήρ]]), [[πάσχω]] από [[έλλειψη]] [[ανδρών]], σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] [[ανδρών]], στον ίδ.
|lsmtext='''λῐπανδρέω:''' (λείπομαι, [[ἀνήρ]]), [[πάσχω]] από [[έλλειψη]] [[ανδρών]], σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] [[ανδρών]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐπ-ανδρέω, [λείπομαι, [[ἀνήρ]]<br />to be in [[want]] of men, Strab.; λῐπ-ανδρία, [[want]] of men, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπανδρέω Medium diacritics: λιπανδρέω Low diacritics: λιπανδρέω Capitals: ΛΙΠΑΝΔΡΕΩ
Transliteration A: lipandréō Transliteration B: lipandreō Transliteration C: lipandreo Beta Code: lipandre/w

English (LSJ)

to be in want of men, Ephor.216 J.

French (Bailly abrégé)

λιπανδρῶ :
manquer d'hommes.
Étymologie: λείπω, ἀνήρ.

Greek (Liddell-Scott)

λιπανδρέω: πάσχω ἔλλειψιν ἀνδρῶν, Ἔφορ. 53, Στράβ. 279· καὶ λῐπανδρία, ἡ, ἔλλειψις ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. 596· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

Greek Monotonic

λῐπανδρέω: (λείπομαι, ἀνήρ), πάσχω από έλλειψη ανδρών, σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, , έλλειψη ανδρών, στον ίδ.

Middle Liddell

λῐπ-ανδρέω, [λείπομαι, ἀνήρ
to be in want of men, Strab.; λῐπ-ανδρία, want of men, Strab.