ξενοδαΐκτης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksenodaiktis
|Transliteration C=ksenodaiktis
|Beta Code=cenodai/+kths
|Beta Code=cenodai/+kths
|Definition=ου, Dor. -τᾱς, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who murders guests</b> or <b class="b2">strangers</b>, Pi.<span class="title">Parth.Fr.</span>13.30 ; ξεινο- prob. cj. in <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>391</span> (lyr.).</span>
|Definition=ξενοδαΐκτου, Dor. [[ξενοδαΐκτας]], ὁ, [[one who murders guests]] or [[strangers]], Pi.''Parth.Fr.''13.30; [[ξεινοδαΐκτης]] prob. cj. in E.''HF''391 (lyr.).
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Fremde]] od. [[Gäste]] mordet</i>, in dor. Form [[ξενοδαΐκτας]] Eur. <i>Herc.Fur</i>. 391.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενοδαΐκτης:''' дор. ξενο-δαΐκτᾱς, [[varia lectio|v.l.]] ξενοδαίκτας ου adj. m убивающий чужеземцев ([[Κύκνος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξενοδαΐκτης]], δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαϊκτής]] ή -<i>δαΐκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-<i>δαΐκτης</i>].
|mltxt=[[ξενοδαΐκτης]], δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[δαϊκτής]] ή -<i>δαΐκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] «[[φονεύω]]»), [[πρβλ]]. [[ψυχοδαΐκτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενοδᾰΐκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ.
|lsmtext='''ξενοδᾰΐκτης:''' -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδᾰΐκτης Medium diacritics: ξενοδαΐκτης Low diacritics: ξενοδαΐκτης Capitals: ΞΕΝΟΔΑΪΚΤΗΣ
Transliteration A: xenodaḯktēs Transliteration B: xenodaiktēs Transliteration C: ksenodaiktis Beta Code: cenodai/+kths

English (LSJ)

ξενοδαΐκτου, Dor. ξενοδαΐκτας, ὁ, one who murders guests or strangers, Pi.Parth.Fr.13.30; ξεινοδαΐκτης prob. cj. in E.HF391 (lyr.).

German (Pape)

ὁ, der Fremde od. Gäste mordet, in dor. Form ξενοδαΐκτας Eur. Herc.Fur. 391.

Russian (Dvoretsky)

ξενοδαΐκτης: дор. ξενο-δαΐκτᾱς, v.l. ξενοδαίκτας ου adj. m убивающий чужеземцев (Κύκνος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδαΐκτης: -ου, ὁ, ὁ φονεύων τοὺς ξενιζομένους ἢ τοὺς ξένους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 391, ἔνθα εἶναι τετρασύλλαβ. ξενοδαίκταν, ἂν μὴ ἀναγνωστέον ξενοδαίταν.

Greek Monolingual

ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή -δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχοδαΐκτης].

Greek Monotonic

ξενοδᾰΐκτης: -ου, ὁ, αυτός που φονεύει τους φιλοξενούμενους, σε Ευρ.