περίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periplektos
|Transliteration C=periplektos
|Beta Code=peri/plektos
|Beta Code=peri/plektos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">intertwining, crossing</b>, of the feet of dancers, <span class="bibl">Theoc.18.8</span> (nisi leg. <b class="b3">περίπλικτος</b>).</span>
|Definition=περίπλεκτον, [[intertwining]], [[crossing]], of the feet of dancers, Theoc.18.8 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[περίπλικτος]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] umflochten, verschlungen, von den Füßen der Tanzenden, Theocr. 18, 8, v. l. [[περίπλικτος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] umflochten, verschlungen, von den Füßen der Tanzenden, Theocr. 18, 8, [[varia lectio|v.l.]] [[περίπλικτος]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περίπλεκτος''': -ον, ὁ περιπλεκόμενος, ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Θεόκρ. 18. 8 (διάφ. γραφ. περίπλικτος, ἴδε ἐν λέξ. [[περιπλίσσομαι]]).
|btext=ος, ον :<br />[[entrelacé]], [[enlacé]].<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίπλεκτος -ον [περιπλέκω] verstrengeld:. ποσσὶ περιπλέκτοις met hun voeten verweven (bij de dans) Theocr. Id. 18.8.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />entrelacé, enlacé.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
|elrutext='''περίπλεκτος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[περίπλικτος]] 2 и πὲρ [[εἱλικτός]] сплетенный, скрещенный (πόδες Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περιπλέκω]]<br />(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα πᾱσαι ἐς ἕν [[μέλος]] ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», <b>Θεόκρ.</b>).
|mltxt=-ον, Α [[περιπλέκω]]<br />(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα πᾶσαι ἐς ἕν [[μέλος]] ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίπλεκτος:''' -ον, περιπλεκόμενος, διασταυρωμένος, λέγεται για τα πόδια των χορευτών, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''περίπλεκτος:''' -ον, περιπλεκόμενος, διασταυρωμένος, λέγεται για τα πόδια των χορευτών, σε Θεόκρ.
}}
{{ls
|lstext='''περίπλεκτος''': -ον, ὁ περιπλεκόμενος, ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Θεόκρ. 18. 8 (διάφ. γραφ. περίπλικτος, ἴδε ἐν λέξ. [[περιπλίσσομαι]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίπλεκτος]], ον,<br />intertwining, [[crossing]], of the feet of dancers, Theocr. [from [[περιπλέκω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλεκτος Medium diacritics: περίπλεκτος Low diacritics: περίπλεκτος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: períplektos Transliteration B: periplektos Transliteration C: periplektos Beta Code: peri/plektos

English (LSJ)

περίπλεκτον, intertwining, crossing, of the feet of dancers, Theoc.18.8 (nisi leg. περίπλικτος).

German (Pape)

[Seite 587] umflochten, verschlungen, von den Füßen der Tanzenden, Theocr. 18, 8, v.l. περίπλικτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entrelacé, enlacé.
Étymologie: περιπλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπλεκτος -ον [περιπλέκω] verstrengeld:. ποσσὶ περιπλέκτοις met hun voeten verweven (bij de dans) Theocr. Id. 18.8.

Russian (Dvoretsky)

περίπλεκτος: v.l. περίπλικτος 2 и πὲρ εἱλικτός сплетенный, скрещенный (πόδες Theocr.).

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλέκω
(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα πᾶσαι ἐς ἕν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

περίπλεκτος: -ον, περιπλεκόμενος, διασταυρωμένος, λέγεται για τα πόδια των χορευτών, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

περίπλεκτος: -ον, ὁ περιπλεκόμενος, ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Θεόκρ. 18. 8 (διάφ. γραφ. περίπλικτος, ἴδε ἐν λέξ. περιπλίσσομαι).

Middle Liddell

περίπλεκτος, ον,
intertwining, crossing, of the feet of dancers, Theocr. [from περιπλέκω