περιγραπτός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(5)
(CSV import)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] umschrieben, begränzt; οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοι Thuc. 7, 49; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] umschrieben, begränzt; οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοι Thuc. 7, 49; Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=περιγραπτός -όν [περιγράφω] [[omschreven]], [[begrensd]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιγραπτός:''' [[очерченный]], [[ограниченный]]: ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμᾶσθαι Thuc. производить вылазки с маленького и ограниченного участка.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιγραπτός:''' -όν, [[σημειωμένος]] γύρω-γύρω, [[περιγεγραμμένος]], <i>ἐκ περιγραπτοῦ</i>, από ένα περιγεγραμμένο [[διάστημα]], σε Θουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιγραπτός''': -ή, -όν, ὁ περιγεγραμμένος, περιωρισμένος, οὐκ ἐκ περιγραπτοῦ, ἐκ περιωρισμένου διαστήματος ἢ χώρου, Θουκ. 7. 49· τόπῳ περιγραπτὴν ἐρῶ τὴν φιλίαν Εὐσταθ. Πονημάτ. 333. 60.
|lstext='''περιγραπτός''': -ή, -όν, ὁ περιγεγραμμένος, περιωρισμένος, οὐκ ἐκ περιγραπτοῦ, ἐκ περιωρισμένου διαστήματος ἢ χώρου, Θουκ. 7. 49· τόπῳ περιγραπτὴν ἐρῶ τὴν φιλίαν Εὐσταθ. Πονημάτ. 333. 60.
}}
}}
{{lsm
{{mdlsj
|lsmtext='''περιγραπτός:''' -όν, [[σημειωμένος]] γύρω-γύρω, [[περιγεγραμμένος]], <i>ἐκ περιγραπτοῦ</i>, από ένα περιγεγραμμένο [[διάστημα]], σε Θουκ.
|mdlsjtxt=περι-[[γραπτός]], όν [from [[περιγράφω]]<br />marked [[round]], ἐκ περιγραπτοῦ from a circumscribed [[space]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[circumscriptus]]'', [[limited]], [[defined]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.49.2/ 7.49.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 16 November 2024

German (Pape)

[Seite 572] umschrieben, begränzt; οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοι Thuc. 7, 49; Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιγραπτός -όν [περιγράφω] omschreven, begrensd.

Russian (Dvoretsky)

περιγραπτός: очерченный, ограниченный: ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμᾶσθαι Thuc. производить вылазки с маленького и ограниченного участка.

Greek Monotonic

περιγραπτός: -όν, σημειωμένος γύρω-γύρω, περιγεγραμμένος, ἐκ περιγραπτοῦ, από ένα περιγεγραμμένο διάστημα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περιγραπτός: -ή, -όν, ὁ περιγεγραμμένος, περιωρισμένος, οὐκ ἐκ περιγραπτοῦ, ἐκ περιωρισμένου διαστήματος ἢ χώρου, Θουκ. 7. 49· τόπῳ περιγραπτὴν ἐρῶ τὴν φιλίαν Εὐσταθ. Πονημάτ. 333. 60.

Middle Liddell

περι-γραπτός, όν [from περιγράφω
marked round, ἐκ περιγραπτοῦ from a circumscribed space, Thuc.

Lexicon Thucydideum

circumscriptus, limited, defined, 7.49.2.