πορθμευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(6)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=porthmeftikos
|Transliteration C=porthmeftikos
|Beta Code=porqmeutiko/s
|Beta Code=porqmeutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">engaged in ferrying</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1291b21</span>.</span>
|Definition=πορθμευτική, πορθμευτικόν, [[engaged in ferrying]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]'' 1291b21.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] zum [[πορθμεύς]] od. zur [[πορθμεία]] gehörig, sich mit Seefahren beschäftigend, Arist. pol. 4, 4 u. Sp. c
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] zum [[πορθμεύς]] od. zur [[πορθμεία]] gehörig, sich mit Seefahren beschäftigend, Arist. pol. 4, 4 u. Sp. c
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πορθμευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πορθμέα ἢ ἀσχολούμενος εἰς τὸ πορθμεύειν, «τοῦ δήμου εἴδη· ἓν μὲν οἱ γεωργοί, ἕτερον δὲ περὶ τὰς τέχνας… [[ἄλλο]] δὲ τὸ περὶ τὴν θάλατταν· καὶ τούτου τὸ μὲν πολεμικόν, τὸ δὲ χρηματιστικόν, τὸ δὲ προθμευτικόν» Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne le passage d'un fleuve]] <i>ou</i> la profession de batelier.<br />'''Étymologie:''' [[πορθμεύω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le passage d’un fleuve <i>ou</i> la profession de batelier.<br />'''Étymologie:''' [[πορθμεύω]].
|elnltext=πορθμευτικός -ή -όν [πορθμεύω] [[transport-]], alleen subst.: [[τὸ πορθμευτικόν]] = [[passagiersvervoer]] Aristot. Pol. 1291b21.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορθμευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που εργάζεται, εξυπηρετεί, λειτουργεί ως [[πορθμέας]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πορθμευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που εργάζεται, εξυπηρετεί, λειτουργεί ως [[πορθμέας]], σε Αριστ.
}}
{{ls
|lstext='''πορθμευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πορθμέα ἢ ἀσχολούμενος εἰς τὸ πορθμεύειν, «τοῦ δήμου εἴδη· ἓν μὲν οἱ γεωργοί, ἕτερον δὲ περὶ τὰς τέχνας… [[ἄλλο]] δὲ τὸ περὶ τὴν θάλατταν· καὶ τούτου τὸ μὲν πολεμικόν, τὸ δὲ χρηματιστικόν, τὸ δὲ προθμευτικόν» Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πορθμευτικός]], ή, όν<br />[[engaged]] as a [[ferryman]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:32, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθμευτικός Medium diacritics: πορθμευτικός Low diacritics: πορθμευτικός Capitals: ΠΟΡΘΜΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: porthmeutikós Transliteration B: porthmeutikos Transliteration C: porthmeftikos Beta Code: porqmeutiko/s

English (LSJ)

πορθμευτική, πορθμευτικόν, engaged in ferrying, Arist.Pol. 1291b21.

German (Pape)

[Seite 683] zum πορθμεύς od. zur πορθμεία gehörig, sich mit Seefahren beschäftigend, Arist. pol. 4, 4 u. Sp. c

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le passage d'un fleuve ou la profession de batelier.
Étymologie: πορθμεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορθμευτικός -ή -όν [πορθμεύω] transport-, alleen subst.: τὸ πορθμευτικόν = passagiersvervoer Aristot. Pol. 1291b21.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πορθμευτικός, -ή, -όν, ΝΑ πορθμεύω
σχετικός με τον πορθμέα ή την πορθμεία.

Greek Monotonic

πορθμευτικός: -ή, -όν, αυτός που εργάζεται, εξυπηρετεί, λειτουργεί ως πορθμέας, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πορθμέα ἢ ἀσχολούμενος εἰς τὸ πορθμεύειν, «τοῦ δήμου εἴδη· ἓν μὲν οἱ γεωργοί, ἕτερον δὲ περὶ τὰς τέχνας… ἄλλο δὲ τὸ περὶ τὴν θάλατταν· καὶ τούτου τὸ μὲν πολεμικόν, τὸ δὲ χρηματιστικόν, τὸ δὲ προθμευτικόν» Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.

Middle Liddell

πορθμευτικός, ή, όν
engaged as a ferryman, Arist.