φιλεραστής: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filerastis | |Transliteration C=filerastis | ||
|Beta Code=filerasth/s | |Beta Code=filerasth/s | ||
|Definition= | |Definition=φιλεραστοῦ, ὁ, [[fond of a lover]], or [[fond of having lovers]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 192b, Arist.''Rh.''1371b24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />enclin à | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[enclin à l'amour]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἐράω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. [[φιλεράστρια]], Α<br />αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να [[είναι]] [[εραστής]] («[[πάντως]] μὲν οὖν ὁ | |mltxt=ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. [[φιλεράστρια]], Α<br />αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να [[είναι]] [[εραστής]] («[[πάντως]] μὲν οὖν ὁ τοιοῦτος [[παιδεραστής]] τε καὶ [[φιλεραστὴς]] γίγνεται», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστής]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλεραστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά έναν εραστή ή αυτός που αγαπά να έχει εραστές, σε Πλάτ., Αριστ. | |lsmtext='''φῐλεραστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά έναν εραστή ή αυτός που αγαπά να έχει εραστές, σε Πλάτ., Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλεραστής:''' οῦ ὁ [[влюбчивый человек]] Plat., Arst. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλ-εραστής, οῦ, ὁ,<br />[[fond]] of a [[lover]], or [[fond]] of having lovers, Plat., Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλεραστοῦ, ὁ, fond of a lover, or fond of having lovers, Pl.Smp. 192b, Arist.Rh.1371b24.
German (Pape)
[Seite 1276] ὁ, der gern liebt, der Verliebte, der Freund von Liebschaften; καὶ παιδεραστής Plat. Conv. 192 b.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
enclin à l'amour.
Étymologie: φίλος, ἐράω.
Greek Monolingual
ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α
αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστής («πάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῦτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐραστής.
Greek Monotonic
φῐλεραστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά έναν εραστή ή αυτός που αγαπά να έχει εραστές, σε Πλάτ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
φιλεραστής: οῦ ὁ влюбчивый человек Plat., Arst.
Middle Liddell
φῐλ-εραστής, οῦ, ὁ,
fond of a lover, or fond of having lovers, Plat., Arist.