εὐμέλανος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evmelanos
|Transliteration C=evmelanos
|Beta Code=eu)me/lanos
|Beta Code=eu)me/lanos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-blackened, inky</b>, βροχίς <span class="title">AP</span>6.295.4 (Phan.).</span>
|Definition=εὐμέλανον, [[well-blackened]], [[inky]], βροχίς ''AP''6.295.4 (Phan.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] mit guter Dinte, [[βροχίς]] Phani. 3 (VI, 295).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] mit guter Dinte, [[βροχίς]] Phani. 3 (VI, 295).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui a beaucoup d'encre]], [[qui a de l'encre bien noire]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλας]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμέλᾰνος:''' [[полный чернил]] ([[βροχίς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμέλᾰνος''': -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν [[μέλαν]], «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.
|lstext='''εὐμέλᾰνος''': -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν [[μέλαν]], «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d’encre, qui a de l’encre bien noire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλας]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''εὐμέλᾰνος:''' -ον ([[μέλας]]), αυτός που έχει καλό [[μελάνι]], [[μελανώδης]], μελανωμένος, [[κατάμαυρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐμέλᾰνος:''' -ον ([[μέλας]]), αυτός που έχει καλό [[μελάνι]], [[μελανώδης]], μελανωμένος, [[κατάμαυρος]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''εὐμέλᾰνος:''' полный чернил ([[βροχίς]] Anth.).
|mdlsjtxt=εὐ-μέλᾰνος, ον [[μέλας]]<br />well-blackened, inky, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμέλᾰνος Medium diacritics: εὐμέλανος Low diacritics: ευμέλανος Capitals: ΕΥΜΕΛΑΝΟΣ
Transliteration A: eumélanos Transliteration B: eumelanos Transliteration C: evmelanos Beta Code: eu)me/lanos

English (LSJ)

εὐμέλανον, well-blackened, inky, βροχίς AP6.295.4 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1080] mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d'encre, qui a de l'encre bien noire.
Étymologie: εὖ, μέλας.

Russian (Dvoretsky)

εὐμέλᾰνος: полный чернил (βροχίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμέλᾰνος: -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν μέλαν, «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.

Greek Monolingual

εὐμέλανος, -ον (Α)
1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.)
2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός.

Greek Monotonic

εὐμέλᾰνος: -ον (μέλας), αυτός που έχει καλό μελάνι, μελανώδης, μελανωμένος, κατάμαυρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-μέλᾰνος, ον μέλας
well-blackened, inky, Anth.