κατεξανίσταμαι: Difference between revisions
(2b) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateksanistamai | |Transliteration C=kateksanistamai | ||
|Beta Code=katecani/stamai | |Beta Code=katecani/stamai | ||
|Definition=aor. 2 Act. | |Definition=aor. 2 Act. [[κατεξανέστην]],<br><span class="bld">A</span> [[rise up against]], [[struggle against]], τινος Ph.2.47, Plu.''Alex.''6; τῆς τύχης Eun. ''Hist.''p.256 D.; τοῦ πάθους [[Diodorus Siculus|D.S.]]10.7; <b class="b3">κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος</b> to [[be on one's guard against]]... Plb.''Fr.''172; τοῦ πολέμου Plu.''Demetr.''22; παντὸς δεινοῦ [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.21.<br><span class="bld">2</span> [[rise]], -<b class="b3">ιστάμενα [νέφη]</b> ''Cat.Cod.Astr.'' 8(1).139. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] (s. [[ἵστημι]]), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] (s. [[ἵστημι]]), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> κατεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> κατεξανέστην;<br /><b>1</b> se soulever, se cabrer contre, gén.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se tenir en garde contre (un danger, une guerre, <i>etc.</i>) gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐξανίστημι]]. | |btext=<i>f.</i> κατεξαναστήσομαι, <i>ao.2</i> κατεξανέστην;<br /><b>1</b> se soulever, se cabrer contre, gén.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se tenir en garde contre (un danger, une guerre, <i>etc.</i>) gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐξανίστημι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατ-εξανίσταμαι, strijden, zich verzetten tegen, met gen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατεξᾰνίσταμαι:''' (fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)<br /><b class="num">1</b> [[восставать]], [[противоборствовать]], [[сопротивляться]] (τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[быть непокорным]]: κ. ἁπάντων (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки;<br /><b class="num">3</b> [[быть настороже]], [[бдительно следить]] (τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατεξανίσταμαι]] (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)<br />εξεγείρομαι, [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («παντὸς | |mltxt=[[κατεξανίσταμαι]] (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)<br />εξεγείρομαι, [[αγωνίζομαι]] [[εναντίον]] κάποιου («παντὸς δεινοῦ κατεξανίστασθαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπομένω]] γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῦ πολέμου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντιστέκομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐξ</i>-<i>αν</i>-[[ίσταμαι]] «εξεγείρομαι»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατεξανίσταμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αορ. | |lsmtext='''κατεξανίσταμαι:''' Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατ-εξανέστην</i>· σηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου, [[αγωνίζομαι]] ενάντια σε, [[εναντιώνομαι]], <i>τινός</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατεξανίσταμαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεξανέστην·- ἐγείρομαι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, ἐναντιώνομαι, παντὸς δεινοῦ κ. Διόδ. 17. 21· [[οὔτε]] ἀναβάτην προσιέμενος, [[οὔτε]] φωνὴν ὑπομένων, ἀλλ’ ἁπάντων κατεξανιστάμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 6· κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος, προφυλάττομαι [[ἐναντίον]] τοῦ μέλλοντος νὰ συμβῇ, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 53· τοῦ πολέμου κ., γενναίως [[ὑποφέρω]], Πλουτ. Δημήτρ. 22· παντὸς δεινοῦ Διόδ. 17. 21, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel· ὁ [[Νεῖλος]] οὐκ ἀνέχεται ποταμὸς [[εἶναι]], ἀλλὰ κατεξανίσταται τῆς ὄχθης Ἡλιόδ. 2. 28, [[ἐπειδὴ]] δὲ κ. ὡς ἐρωμένης, λαμβανέτω πεῖραν ὡς δεσποίνης 8. 5·- ὁ Ἡσύχ. «κατεξανίσταται· κατεπαίρεται», καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. «καταπλήσσει· καταταράσσει. κατεξανιστᾷ». | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor2 act. κατ-εξανέστην<br />Pass. with aor2 act. κατ-εξανέστην, to [[rise]] up [[against]], [[struggle]] [[against]], τινός Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 27 March 2024
English (LSJ)
aor. 2 Act. κατεξανέστην,
A rise up against, struggle against, τινος Ph.2.47, Plu.Alex.6; τῆς τύχης Eun. Hist.p.256 D.; τοῦ πάθους D.S.10.7; κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος to be on one's guard against... Plb.Fr.172; τοῦ πολέμου Plu.Demetr.22; παντὸς δεινοῦ D.S.17.21.
2 rise, -ιστάμενα [νέφη] Cat.Cod.Astr. 8(1).139.
German (Pape)
[Seite 1395] (s. ἵστημι), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.
French (Bailly abrégé)
f. κατεξαναστήσομαι, ao.2 κατεξανέστην;
1 se soulever, se cabrer contre, gén.;
2 fig. se tenir en garde contre (un danger, une guerre, etc.) gén..
Étymologie: κατά, ἐξανίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-εξανίσταμαι, strijden, zich verzetten tegen, met gen.
Russian (Dvoretsky)
κατεξᾰνίσταμαι: (fut. κατεξαναστήσομαι, aor. 2 κατεξανέστην)
1 восставать, противоборствовать, сопротивляться (τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων Plut.; τῆς κοινῆς προλήψεως Sext.);
2 быть непокорным: κ. ἁπάντων (о коне Букефале) Plut. никому не даваться в руки;
3 быть настороже, бдительно следить (τοῦ μέλλοντος Polyb.; παντὸς δεινοῦ Diod.).
Greek Monolingual
κατεξανίσταμαι (AM, Α και κατεξανιστῶ, -άω)
εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῦ κατεξανίστασθαι», Διόδ.)
αρχ.
1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος», Πολ.)
2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῦ πολέμου», Πλούτ.)
3. αντιστέκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐξ-αν-ίσταμαι «εξεγείρομαι»].
Greek Monotonic
κατεξανίσταμαι: Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ κατ-εξανέστην· σηκώνομαι εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι ενάντια σε, εναντιώνομαι, τινός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξανίσταμαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ κατεξανέστην·- ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἀγωνίζομαι κατά τινος, ἐναντιώνομαι, παντὸς δεινοῦ κ. Διόδ. 17. 21· οὔτε ἀναβάτην προσιέμενος, οὔτε φωνὴν ὑπομένων, ἀλλ’ ἁπάντων κατεξανιστάμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 6· κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος, προφυλάττομαι ἐναντίον τοῦ μέλλοντος νὰ συμβῇ, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 53· τοῦ πολέμου κ., γενναίως ὑποφέρω, Πλουτ. Δημήτρ. 22· παντὸς δεινοῦ Διόδ. 17. 21, ἔνθα ἴδε Wessel· ὁ Νεῖλος οὐκ ἀνέχεται ποταμὸς εἶναι, ἀλλὰ κατεξανίσταται τῆς ὄχθης Ἡλιόδ. 2. 28, ἐπειδὴ δὲ κ. ὡς ἐρωμένης, λαμβανέτω πεῖραν ὡς δεσποίνης 8. 5·- ὁ Ἡσύχ. «κατεξανίσταται· κατεπαίρεται», καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. «καταπλήσσει· καταταράσσει. κατεξανιστᾷ».
Middle Liddell
aor2 act. κατ-εξανέστην
Pass. with aor2 act. κατ-εξανέστην, to rise up against, struggle against, τινός Plut.