Σικυώνιος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
(4)
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />Sicyonien ; ἡ [[Σικυωνία]] le territoire de Sicyone ; [[οἱ]] Σικυώνιοι les Sicyoniens ; [[Σικυωνία]] [[ἐμβάς]] LUC chaussure de femme à la mode sicyonienne.<br />'''Étymologie:''' [[Σικυών]].
|btext=α, ον :<br />Sicyonien ; ἡ [[Σικυωνία]] le territoire de Sicyone ; οἱ Σικυώνιοι les Sicyoniens ; [[Σικυωνία]] [[ἐμβάς]] LUC chaussure de femme à la mode sicyonienne.<br />'''Étymologie:''' [[Σικυών]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σῐκυώνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ уроженец или житель города Σίκυών Her. etc.<br />сикионский Her., Thuc., Xen.
|elrutext='''Σῐκυώνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ уроженец или житель города Σίκυών Her. etc.<br />сикионский Her., Thuc., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[Σικυών]]) [[Sicyonian]]
}}
}}

Latest revision as of 21:20, 11 November 2022

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Sicyonien ; ἡ Σικυωνία le territoire de Sicyone ; οἱ Σικυώνιοι les Sicyoniens ; Σικυωνία ἐμβάς LUC chaussure de femme à la mode sicyonienne.
Étymologie: Σικυών.

Greek Monolingual

-α, -ο / Σικυώνιος, -ία, -ον, ΝΑ [Σικυών, -ῶνος]
1. ο κάτοικος της Σικυώνας
2. (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που κατάγεται από τη Σικυώνα ή αυτός που προέρχεται από τη Σικυώνα (α. «μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Σικυωνίων πρέσβεων», Θουκ.
β. «Σικυώνιον ἔλαιον», Γαλ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Σικυωνία
η γύρω από την αρχαία πόλη Σικυώνα χώρα της Πελοποννήσου κατά μήκος του Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά της Κορίνθου και σε απόσταση 25 περίπου χιλιομέτρων από αυτήν.

Russian (Dvoretsky)

Σῐκυώνιος: II ὁ уроженец или житель города Σίκυών Her. etc.
сикионский Her., Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

(see also: Σικυών) Sicyonian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)