συνασχαλάω: Difference between revisions
(nl) |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synaschalao | |Transliteration C=synaschalao | ||
|Beta Code=sunasxala/w | |Beta Code=sunasxala/w | ||
|Definition= | |Definition=[[sympathize indignantly with]], <b class="b3">τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι</b>; [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''162 (lyr.), cf. 245; but in 305, <b class="b3">θεωρήσων τύχας ἐμὰς... καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ξυνασχαλῶν</b> must be fut. of συνασχάλλω. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] = Folgdm; [[τίς]] οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, Aesch. Prom. 161, vgl. 243. 303. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] = Folgdm; [[τίς]] οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, Aesch. Prom. 161, vgl. 243. 303. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[compatir à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀσχαλάω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-ασχᾰλάω, Att. ξυνασχαλάω, ook verontwaardigd zijn over, met dat. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνασχᾰλάω:''' [[сообща негодовать]], [[вместе возмущаться]] (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς [[τεοῖσι]]; Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνασχᾰλάω''': ἀγανακτῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ [[εἶναι]] μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει [[ἀσχαλάω]]. | |lstext='''συνασχᾰλάω''': ἀγανακτῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ [[εἶναι]] μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει [[ἀσχαλάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνασχᾰλάω:''' μόνο σε ενεστ., [[αγανακτώ]] από κοινού με κάποιον για [[κάτι]], με δοτ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''συνασχᾰλάω:''' μόνο σε ενεστ., [[αγανακτώ]] από κοινού με κάποιον για [[κάτι]], με δοτ., σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=only in pres.]<br />to [[sympathise]] [[indignantly]] with a [[thing]], c. dat., Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 7 February 2024
English (LSJ)
sympathize indignantly with, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; A.Pr.162 (lyr.), cf. 245; but in 305, θεωρήσων τύχας ἐμὰς... καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ξυνασχαλῶν must be fut. of συνασχάλλω.
German (Pape)
[Seite 1005] = Folgdm; τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, Aesch. Prom. 161, vgl. 243. 303.
French (Bailly abrégé)
compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, ἀσχαλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ασχᾰλάω, Att. ξυνασχαλάω, ook verontwaardigd zijn over, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνασχᾰλάω: сообща негодовать, вместе возмущаться (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
συνασχᾰλάω: ἀγανακτῶ ὁμοῦ μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ εἶναι μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει ἀσχαλάω.
Greek Monotonic
συνασχᾰλάω: μόνο σε ενεστ., αγανακτώ από κοινού με κάποιον για κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
only in pres.]
to sympathise indignantly with a thing, c. dat., Aesch.