κοινοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koinofilis
|Transliteration C=koinofilis
|Beta Code=koinofilh/s
|Beta Code=koinofilh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with common affection</b>, κ. διανοίᾳ <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>985</span>(lyr., <b class="b3">κοινωφελεῖ</b> codd.).</span>
|Definition=κοινοφιλές, [[with common affection]], κ. διανοίᾳ A.''Eu.''985(lyr., [[κοινωφελεῖ]] codd.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1469.png Seite 1469]] ές, gemeinschaftlich liebend, nach Emend. bei Aesch. Eum. 940, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ, wo die mss. κοινοφελεῖ haben, was »gemeinsam nützend« heißen soll. S. aber [[κοινωφελής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1469.png Seite 1469]] ές, gemeinschaftlich liebend, nach Emend. bei Aesch. Eum. 940, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ, wo die mss. κοινοφελεῖ haben, was »gemeinsam nützend« heißen soll. S. aber [[κοινωφελής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui consiste en une affection commune]].<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[φιλέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοινοφιλής -ές &#91;[[κοινός]], [[φίλος]]] [[eensgezind]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοινοφῐλής:''' [[питающий взаимную любовь]] (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινοφῐλής''': -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.).
|lstext='''κοινοφῐλής''': -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui consiste en une affection commune.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[φιλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινοφιλής]], -ές (Α)<br />αυτός που αγαπά [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δημοφιλής]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>φιλής</i>, <i>λαο</i>-<i>φιλής</i>].
|mltxt=[[κοινοφιλής]], -ές (Α)<br />αυτός που αγαπά [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δημοφιλής]]), [[πρβλ]]. [[θεοφιλής]], [[λαοφιλής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπάει από κοινού, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κοινοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπάει από κοινού, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κοινοφιλής -ές [κοινός, φίλος] eensgezind.
|mdlsjtxt=κοινο-φῐλής, ές [[φιλέω]]<br />[[loving]] in [[common]], Aesch.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινοφῐλής:''' питающий взаимную любовь (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.).
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοφῐλής Medium diacritics: κοινοφιλής Low diacritics: κοινοφιλής Capitals: ΚΟΙΝΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: koinophilḗs Transliteration B: koinophilēs Transliteration C: koinofilis Beta Code: koinofilh/s

English (LSJ)

κοινοφιλές, with common affection, κ. διανοίᾳ A.Eu.985(lyr., κοινωφελεῖ codd.).

German (Pape)

[Seite 1469] ές, gemeinschaftlich liebend, nach Emend. bei Aesch. Eum. 940, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ, wo die mss. κοινοφελεῖ haben, was »gemeinsam nützend« heißen soll. S. aber κοινωφελής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consiste en une affection commune.
Étymologie: κοινός, φιλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινοφιλής -ές [κοινός, φίλος] eensgezind.

Russian (Dvoretsky)

κοινοφῐλής: питающий взаимную любовь (κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κοινοφῐλής: -ές, ἀγαπῶν ἀπὸ κοινοῦ, κοινοφιλεῖ διανοίᾳ Αἰσχύλ. Εὐμ. 985, κατὰ τὸν Ἕρμ. ἀντὶ κοινωφελεῖ (Κῶδ. Μεδ.).

Greek Monolingual

κοινοφιλής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φιλής (< φιλῶ, βλ. λ. δημοφιλής), πρβλ. θεοφιλής, λαοφιλής].

Greek Monotonic

κοινοφῐλής: -ές (φιλέω), αυτός που αγαπάει από κοινού, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κοινο-φῐλής, ές φιλέω
loving in common, Aesch.