νηρίτης: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(3b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=νηρίτης | |||
|Medium diacritics=νηρίτης | |||
|Low diacritics=νηρίτης | |||
|Capitals=ΝΗΡΙΤΗΣ | |||
|Transliteration A=nērítēs | |||
|Transliteration B=nēritēs | |||
|Transliteration C=niritis | |||
|Beta Code=nhri/ths | |||
|Definition=v. [[νηρείτης]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>eine [[bunte]] [[Meerschnecke]] mit einem [[Deckel]]</i>, Ael. <i>H.A</i>. 14.28, vgl. [[νηρείτης]] und [[ἀναρίτης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νηρίτης:''' (ῑ) и [[νηρείτης]], ου ὁ [[нерит]] (род морского моллюска) Arst. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηρίτης''': [ῑ], ἴδε [[νηρείτης]]. | |lstext='''νηρίτης''': [ῑ], ἴδε [[νηρείτης]]. | ||
Line 5: | Line 22: | ||
|mltxt=[[νηρίτης]] και [[νηρείτης]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο [[Νηρεύς]], απ' όπου και η γρφ. [[νηρείτης]]. Ο παρλλ. τ. της λ. [[ἀναρίτης]] γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού <i>α</i>-, ενώ η [[σύνδεση]] της λ. με [[νηρόν]] «[[νερό]]» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. [[νηρόν]] [[είναι]] μτγν. Τέλος, η [[σύνδεση]] με [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=[[νηρίτης]] και [[νηρείτης]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο [[Νηρεύς]], απ' όπου και η γρφ. [[νηρείτης]]. Ο παρλλ. τ. της λ. [[ἀναρίτης]] γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού <i>α</i>-, ενώ η [[σύνδεση]] της λ. με [[νηρόν]] «[[νερό]]» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. [[νηρόν]] [[είναι]] μτγν. Τέλος, η [[σύνδεση]] με [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{etym | ||
| | |etymtx=(<b class="b3">-εί-</b>)<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[several kinds of sea-snails]] (Arist.); Thompson Fishes s.v.<br />Other forms: Besides [[ἀναρίτας]] (Ibyc., Epich.), [[ἀνηρίτης]] (Herod.); on the Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 n. 4.<br />Compounds: [[νηριτοτρόφος]] (A. Fr. 312), but see Leumann, Hom. Wörter 245.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: The usual notation with <b class="b3">-εί-</b> may rest on association with [[Νήρειος]], [[Νηρεύς]]; the in itself not probable connection with [[νηρόν]] [[water]] is strongly endangered by the forms <b class="b3">ἀναρ-</b>, <b class="b3">ἀνηρ-</b> that begin with a vowel. Cf. Redard 81 a. 248 n. 3. Fur. 372 takes the varying initial as evidence for Pre-Greek. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''νηρίτης''': (-εί-)<br />{nērítēs}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Art Meeresschnecke (Arist.).<br />'''Derivative''': Daneben ἀναρίτας (Ibyk., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); zum Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 A. 4.<br />'''Etymology''': Die geläufige Schreibung mit -εί- kann auf Assoziation mit [[Νήρειος]], [[Νηρεύς]] beruhen; die an sich nicht wahrscheinliche Anknüpfung an [[νηρόν]] [[Wasser]] wird schon durch die vokalisch anlautenden [[ἀναρ]]-, ἀνηρ- stark gefährdet. Vgl. Redard 81 u. 248 A. 3.<br />'''Page''' 2,316 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 11 May 2023
English (LSJ)
v. νηρείτης.
German (Pape)
ὁ, eine bunte Meerschnecke mit einem Deckel, Ael. H.A. 14.28, vgl. νηρείτης und ἀναρίτης.
Russian (Dvoretsky)
νηρίτης: (ῑ) и νηρείτης, ου ὁ нерит (род морского моллюска) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νηρίτης: [ῑ], ἴδε νηρείτης.
Greek Monolingual
νηρίτης και νηρείτης, ὁ (Α)
ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ' όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. της λ. ἀναρίτης γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού α-, ενώ η σύνδεση της λ. με νηρόν «νερό» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. νηρόν είναι μτγν. Τέλος, η σύνδεση με νήριτος «αναρίθμητος» δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
(-εί-)
Grammatical information: m.
Meaning: several kinds of sea-snails (Arist.); Thompson Fishes s.v.
Other forms: Besides ἀναρίτας (Ibyc., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); on the Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 n. 4.
Compounds: νηριτοτρόφος (A. Fr. 312), but see Leumann, Hom. Wörter 245.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The usual notation with -εί- may rest on association with Νήρειος, Νηρεύς; the in itself not probable connection with νηρόν water is strongly endangered by the forms ἀναρ-, ἀνηρ- that begin with a vowel. Cf. Redard 81 a. 248 n. 3. Fur. 372 takes the varying initial as evidence for Pre-Greek.
Frisk Etymology German
νηρίτης: (-εί-)
{nērítēs}
Grammar: m.
Meaning: Art Meeresschnecke (Arist.).
Derivative: Daneben ἀναρίτας (Ibyk., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); zum Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 A. 4.
Etymology: Die geläufige Schreibung mit -εί- kann auf Assoziation mit Νήρειος, Νηρεύς beruhen; die an sich nicht wahrscheinliche Anknüpfung an νηρόν Wasser wird schon durch die vokalisch anlautenden ἀναρ-, ἀνηρ- stark gefährdet. Vgl. Redard 81 u. 248 A. 3.
Page 2,316