λευκόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkolofos
|Transliteration C=lefkolofos
|Beta Code=leuko/lofos
|Beta Code=leuko/lofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">white-crested</b>, <span class="bibl">Anacr.82</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1016</span>, Philet.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον</b> prob. on this <b class="b2">white hill</b>, AP 7.636 (Crin.).</span>
|Definition=λευκόλοφον,<br><span class="bld">A</span> [[white-crested]], Anacr.82, Ar.''Ra.''1016, Philet.4.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον</b> prob. on this [[white hill]], AP 7.636 (Crin.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0034.png Seite 34]] mit weißem Haar, oder Federbusch, [[τρυφάλεια]] Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0034.png Seite 34]] mit weißem Haar, oder Federbusch, [[τρυφάλεια]] Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à aigrette blanche]].<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόλοφος:''' [[украшенный белым гребнем или султаном]] ([[τρυφάλεια]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόλοφος''': -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ [[λόφιον]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.
|lstext='''λευκόλοφος''': -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ [[λόφιον]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à aigrette blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λευκό]] [[λοφίο]] («λευκολόφους τρυφαλείας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λευκόλοφος]]<br /><i>ο</i> [[λευκός]] [[λόφος]].
|mltxt=[[λευκόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λευκό]] [[λοφίο]] («λευκολόφους τρυφαλείας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[λευκόλοφος]]<br /><i>ο</i> [[λευκός]] [[λόφος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόλοφος:''' ον, αυτός που έχει [[λευκό]] λόφο ή [[λοφίο]], σε Αριστοφ.· ως ουσ., <i>[[λευκό]]-λοφον</i>, <i>τό</i>, [[άσπρος]] [[λόφος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λευκόλοφος:''' ον, αυτός που έχει [[λευκό]] λόφο ή [[λοφίο]], σε Αριστοφ.· ως ουσ., <i>[[λευκό]]-λοφον</i>, <i>τό</i>, [[άσπρος]] [[λόφος]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''λευκόλοφος:''' украшенный белым гребнем или султаном ([[τρυφάλεια]] Arph.).
|mdlsjtxt=λευκό-λοφος, ον<br />[[white]]-[[crested]], Ar.:—as [[substantive]] λευκόλοφον, τό, a [[white]] [[hill]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόλοφος Medium diacritics: λευκόλοφος Low diacritics: λευκόλοφος Capitals: ΛΕΥΚΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: leukólophos Transliteration B: leukolophos Transliteration C: lefkolofos Beta Code: leuko/lofos

English (LSJ)

λευκόλοφον,
A white-crested, Anacr.82, Ar.Ra.1016, Philet.4.
II τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον prob. on this white hill, AP 7.636 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 34] mit weißem Haar, oder Federbusch, τρυφάλεια Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à aigrette blanche.
Étymologie: λευκός, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

λευκόλοφος: украшенный белым гребнем или султаном (τρυφάλεια Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόλοφος: -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ λόφιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.

Greek Monolingual

λευκόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό λοφίο («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ.λευκόλοφος
ο λευκός λόφος.

Greek Monotonic

λευκόλοφος: ον, αυτός που έχει λευκό λόφο ή λοφίο, σε Αριστοφ.· ως ουσ., λευκό-λοφον, τό, άσπρος λόφος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λευκό-λοφος, ον
white-crested, Ar.:—as substantive λευκόλοφον, τό, a white hill, Anth.