Πρασσαῖος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Prassaios | |Transliteration B=Prassaios | ||
|Transliteration C=Prassaios | |Transliteration C=Prassaios | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*prassai=os | ||
|Definition=ὁ, mock-Ep. for | |Definition=ὁ, mock-Ep. for [[Πρασαῖος]](= [[πράσινος]]), [[Leek-green]], name of a frog, Batr. 252:—so Πρασσο-φάγος [φᾰ], ὁ, [[Leek-eater]], [[varia lectio|v.l.]] ib. 232. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Πρασσαῖος:''' ὁ Прассей, «[[Зеленый как порей]]» (имя лягушки) Batr. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lsmtext='''Πρασσαῖος:''' ὁ, ποιητ. αντί <i>πρασαῖος</i> (= [[πράσινος]]), [[πράσινος]], όπως το [[πράσο]], όνομα βατράχου, σε Βατραχομ. | |lsmtext='''Πρασσαῖος:''' ὁ, ποιητ. αντί <i>πρασαῖος</i> (= [[πράσινος]]), [[πράσινος]], όπως το [[πράσο]], όνομα βατράχου, σε Βατραχομ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[Πρασσαῖος]], ὁ, [poetic for πρασαῖος] = [[πράσινος]]<br />[[leek]]-[[green]], [[name]] of a [[frog]], Batr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, mock-Ep. for Πρασαῖος(= πράσινος), Leek-green, name of a frog, Batr. 252:—so Πρασσο-φάγος [φᾰ], ὁ, Leek-eater, v.l. ib. 232.
Russian (Dvoretsky)
Πρασσαῖος: ὁ Прассей, «Зеленый как порей» (имя лягушки) Batr.
Greek (Liddell-Scott)
Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ πρασαῖος (= πράσινος) ὁ ὡς τὸ πράσον πράσινος ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 255· ― οὕτω Πρᾰσσο-φάγος, ον, ὁ τρώγων πράσα, αὐτόθι 229.
Greek Monotonic
Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. αντί πρασαῖος (= πράσινος), πράσινος, όπως το πράσο, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.
Middle Liddell
Πρασσαῖος, ὁ, [poetic for πρασαῖος] = πράσινος
leek-green, name of a frog, Batr.