προσστάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosstazo
|Transliteration C=prosstazo
|Beta Code=prossta/zw
|Beta Code=prossta/zw
|Definition=Dor. ποτιστ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drop on, shed over</b>, τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.76</span>; <b class="b3">πραῢν . . ποτιστάζων ὄαρον</b> <b class="b2">letting fall</b> mild words, <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>4.137</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ποτιστάζω]], [[drop on]], [[shed over]], τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν Pi.''O.''6.76; <b class="b3">πραῢν.. ποτιστάζων ὄαρον</b> [[letting fall]] mild words, Id.''P.''4.137.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] (s. [[στάζω]]), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] (s. [[στάζω]]), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσστάζω''': Δωρ. [[ποτιστάζω]], [[στάζω]] [[πρός]] τι, τοῖς αἰδοία ποτιστάξει Χάρις μορφάν, «οἷς πρὸς τὴν μορφὴν... στάξει [[χάρις]] αἰδοία καὶ σεμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 127. πραῢν μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων, «μαλθακῇ δὲ καὶ οὐ τραχείᾳ φωνῇ ἀπὸ τοῦ στόματος λόγον στάζων κατεβάλλετο βάσιν καὶ ἀρχὴν τῶν σοφῶν λόγων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 244.
|elnltext=προσ-στάζω laten druppelen over.
}}
{{elru
|elrutext='''προσστάζω:''' дор. [[ποτιστάζω]] досл. капать, перен. струить, изливать, насылать (εὐκλέα μορφάν τινι, πραῢν ὄαρον Pind.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''προσστάζω:''' Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. <i>-ξω</i>, [[στάζω]] πάνω σε, [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.· <i>πραῢνποτιστάζων ὄαρον</i>, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια [[λόγια]], στον ίδ.
|lsmtext='''προσστάζω:''' Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. <i>-ξω</i>, [[στάζω]] πάνω σε, [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.· <i>πραῢνποτιστάζων ὄαρον</i>, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια [[λόγια]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσστάζω:''' дор. [[ποτιστάζω]] досл. капать, перен. струить, изливать, насылать (εὐκλέα μορφάν τινι, πραῢν ὄαρον Pind.).
|lstext='''προσστάζω''': Δωρ. [[ποτιστάζω]], [[στάζω]] [[πρός]] τι, τοῖς αἰδοία ποτιστάξει Χάρις μορφάν, «οἷς πρὸς τὴν μορφὴν... στάξει [[χάρις]] αἰδοία καὶ σεμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 127. πραῢν μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων, «μαλθακῇ δὲ καὶ οὐ τραχείᾳ φωνῇ ἀπὸ τοῦ στόματος λόγον στάζων κατεβάλλετο βάσιν καὶ ἀρχὴν τῶν σοφῶν λόγων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 244.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=doric ποτι-στ fut. ξω<br />to [[drop]] on, [[shed]] [[over]], Pind.; πραῢν ποτιστάζων ὄαρον letting [[fall]] [[mild]] words, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσστάζω Medium diacritics: προσστάζω Low diacritics: προσστάζω Capitals: ΠΡΟΣΣΤΑΖΩ
Transliteration A: prosstázō Transliteration B: prosstazō Transliteration C: prosstazo Beta Code: prossta/zw

English (LSJ)

Dor. ποτιστάζω, drop on, shed over, τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν Pi.O.6.76; πραῢν.. ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Id.P.4.137.

German (Pape)

[Seite 780] (s. στάζω), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-στάζω laten druppelen over.

Russian (Dvoretsky)

προσστάζω: дор. ποτιστάζω досл. капать, перен. струить, изливать, насылать (εὐκλέα μορφάν τινι, πραῢν ὄαρον Pind.).

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτιστάζω Α
στάζω επί πλέον πάνω σε κάτι, επισταλάζω κάτι ακόμη.

Greek Monotonic

προσστάζω: Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. -ξω, στάζω πάνω σε, ρίχνω ολόγυρα, σε Πίνδ.· πραῢνποτιστάζων ὄαρον, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια λόγια, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσστάζω: Δωρ. ποτιστάζω, στάζω πρός τι, τοῖς αἰδοία ποτιστάξει Χάρις μορφάν, «οἷς πρὸς τὴν μορφὴν... στάξει χάρις αἰδοία καὶ σεμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 127. πραῢν μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων, «μαλθακῇ δὲ καὶ οὐ τραχείᾳ φωνῇ ἀπὸ τοῦ στόματος λόγον στάζων κατεβάλλετο βάσιν καὶ ἀρχὴν τῶν σοφῶν λόγων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 244.

Middle Liddell

doric ποτι-στ fut. ξω
to drop on, shed over, Pind.; πραῢν ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Pind.