πυρήϊον: Difference between revisions
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(4) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=πυρήϊον | |||
|Medium diacritics=πυρήϊον | |||
|Low diacritics=πυρήιον | |||
|Capitals=ΠΥΡΗΙΟΝ | |||
|Transliteration A=pyrḗïon | |||
|Transliteration B=pyrēion | |||
|Transliteration C=pyriion | |||
|Beta Code=purh/i+on | |||
|Definition=τό, Ionic for [[πυρεῖον]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πυρείο]], το / [[πυρεῖον]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[πυρήϊον]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> μικρό και [[λεπτό]] [[κομμάτι]] από [[ξύλο]] ή [[χαρτόνι]], στο ένα [[άκρο]] του οποίου υπάρχει [[κεφαλή]] από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με [[τριβή]] σε κατάλληλη [[επιφάνεια]], κν. [[σπίρτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν. [[αλλά]] και στον πληθ.) κεραμεικό [[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το [[μαγκάλι]]<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ πυρεῖα</i><br />τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το [[άλλο]] [[ωσότου]] ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, [[ὥσπερ]] ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>[[πῦρ]]</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> (<b>πρβλ.</b> [[μνημείον]])]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] τό, ion. statt [[πυρεῖον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] τό, ion. statt [[πυρεῖον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῠρήϊον:''' τό ион. = [[πυρεῖον]]. | |elrutext='''πῠρήϊον:''' τό ион. = [[πυρεῖον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:36, 20 December 2022
English (LSJ)
τό, Ionic for πυρεῖον.
Greek Monolingual
πυρείο, το / πυρεῖον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α
νεοελλ.
τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο του οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο
μσν.-αρχ.
1. (στον εν. αλλά και στον πληθ.) κεραμεικό αγγείο στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το μαγκάλι
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ πυρεῖα
τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το άλλο ωσότου ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μνημείον)].
German (Pape)
[Seite 821] τό, ion. statt πυρεῖον.
Russian (Dvoretsky)
πῠρήϊον: τό ион. = πυρεῖον.