σύμπους: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympous
|Transliteration C=sympous
|Beta Code=su/mpous
|Beta Code=su/mpous
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with the feet together</b> or <b class="b2">closed</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>865</span>, Herm.Trism. in <span class="title">Rev.Phil.</span>32.254; <b class="b2">with feet tied together</b>, <span class="bibl">Herod.3.96</span>; σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν <span class="bibl">Str.15.1.42</span>.</span>
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, [[with the feet together]] or [[closed]], Ar.''Fr.''865, Herm.Trism. in ''Rev.Phil.''32.254; [[with feet tied together]], Herod.3.96; σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπους:''' 2, gen. ποδος с сомкнутыми ногами Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπους''': οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 159· «τῶν [[πάλαι]] δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396.
|lstext='''σύμπους''': οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159· «τῶν [[πάλαι]] δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμπους]] [[διακλάδωση]]» — [[σύστημα]] διακλάδωσης, στο οποίο σε [[κάθε]] [[διχοτομία]] ο [[ένας]] [[κλάδος]] αναπτύσσεται περισσότερο από τον [[άλλο]]<br />β) «[[σύμπους]] [[ανθοταξία]]» — [[διάταξη]] τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη [[βάση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει [[δεσμά]] στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-[[πους]])].
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμπους]] [[διακλάδωση]]» — [[σύστημα]] διακλάδωσης, στο οποίο σε [[κάθε]] [[διχοτομία]] ο [[ένας]] [[κλάδος]] αναπτύσσεται περισσότερο από τον [[άλλο]]<br />β) «[[σύμπους]] [[ανθοταξία]]» — [[διάταξη]] τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη [[βάση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει [[δεσμά]] στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-[[πους]])].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμπους]] [[διακλάδωση]]» — [[σύστημα]] διακλάδωσης, στο οποίο σε [[κάθε]] [[διχοτομία]] ο [[ένας]] [[κλάδος]] αναπτύσσεται περισσότερο από τον [[άλλο]]<br />β) «[[σύμπους]] [[ανθοταξία]]» — [[διάταξη]] τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη [[βάση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει [[δεσμά]] στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-[[πους]])].
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπους:''' 2, gen. ποδος с сомкнутыми ногами Arph.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπους Medium diacritics: σύμπους Low diacritics: σύμπους Capitals: ΣΥΜΠΟΥΣ
Transliteration A: sýmpous Transliteration B: sympous Transliteration C: sympous Beta Code: su/mpous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with the feet together or closed, Ar.Fr.865, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.254; with feet tied together, Herod.3.96; σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42.

German (Pape)

[Seite 989] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.

Russian (Dvoretsky)

σύμπους: 2, gen. ποδος с сомкнутыми ногами Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159· «τῶν πάλαι δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. φρ. α) «σύμπους διακλάδωση» — σύστημα διακλάδωσης, στο οποίο σε κάθε διχοτομία ο ένας κλάδος αναπτύσσεται περισσότερο από τον άλλο
β) «σύμπους ανθοταξία» — διάταξη τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη βάση τους
αρχ.
1. (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη
2. δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει δεσμά στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. περί-πους)].