ὠκυδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=okydinitos
|Transliteration C=okydinitos
|Beta Code=w)kudi/nhtos
|Beta Code=w)kudi/nhtos
|Definition=<b class="b3">[ῑ</b>], Dor. -ᾱτος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">quick-whirling</b>, ἅμιλλαι <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>5(4).6</span>.</span>
|Definition=[ῑ], Dor. [[ὠκυδίνατος]], ον, [[quick-whirling]], ἅμιλλαι Pi.''I.''5(4).6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tourne <i>ou</i> se meut rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[δινέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[schnell]] [[umkreisend]], sich [[schnell]] [[drehend]]</i>, ἅμιλλαι Pind. <i>I</i>. 4.7.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκῠδίνητος:''' дор. [[ὠκυδίνατος|ὠκῠδίνᾱτος]] 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκῠδίνητος''': Δωρ. -ᾶτος, ον, [[ταχέως]] περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
|lstext='''ὠκῠδίνητος''': Δωρ. -ᾶτος, ον, [[ταχέως]] περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tourne <i>ou</i> se meut rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[δινέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α<br />αυτός που περιστρέφεται με [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> «περιστρέφομαι»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>δίνητος</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α<br />αυτός που περιστρέφεται με [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> «περιστρέφομαι»), [[πρβλ]]. [[πολυδίνητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠδίνητος:''' [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, <i>-ον</i>, αυτός που περιστρέφεται σαν [[δίνη]], δηλ. [[γρήγορα]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὠκῠδίνητος:''' [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, <i>-ον</i>, αυτός που περιστρέφεται σαν [[δίνη]], δηλ. [[γρήγορα]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὠκῠδίνητος:''' дор. [[ὠκυδίνατος|ὠκῠδίνᾱτος]] 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.).
|mdlsjtxt=ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,<br />[[quick]]-whirling, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδίνητος Medium diacritics: ὠκυδίνητος Low diacritics: ωκυδίνητος Capitals: ΩΚΥΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ōkydínētos Transliteration B: ōkydinētos Transliteration C: okydinitos Beta Code: w)kudi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], Dor. ὠκυδίνατος, ον, quick-whirling, ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne ou se meut rapidement.
Étymologie: ὠκύς, δινέω.

German (Pape)

schnell umkreisend, sich schnell drehend, ἅμιλλαι Pind. I. 4.7.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠδίνητος: дор. ὠκῠδίνᾱτος 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδίνητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, ταχέως περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυδίνητος].

Greek Monotonic

ὠκῠδίνητος: [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, αυτός που περιστρέφεται σαν δίνη, δηλ. γρήγορα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,
quick-whirling, Pind.