τρισάριθμος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trisarithmos
|Transliteration C=trisarithmos
|Beta Code=trisa/riqmos
|Beta Code=trisa/riqmos
|Definition=[ᾰρ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrice numbered</b>, Orac. ap. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>11</span>.</span>
|Definition=[ᾰρ], ον, [[thrice numbered]], Orac. ap. Luc.''Alex.''11.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τρισάριθμος''': -ον, τρὶς ἀριθμηθείς, εἰκοσάδα τρισάριθμον Χρησμ. ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 11.
|btext=ος, ον :<br />[[triple]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἀριθμός]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρισάριθμος &#91;[[τρίς]], [[ἀριθμός]]] [[driemaal geteld]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]] [[gezählt]]</i>, [[εἰκάς]], Luc. <i>Alex</i>. 11.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />triple.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἀριθμός]].
|elrutext='''τρῐσάριθμος:''' [[утроенный]] ([[εἰκοσάς]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΑ<br />τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό [[τρία]] («[[μονάδα]]... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... [[τριάδα]] δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει αριθμηθεί [[τρεις]] φορές («εἰκοσάδα τρισάριθμον», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>άριθμος</i>)].
|mltxt=-ον, ΝΑ<br />τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό [[τρία]] («[[μονάδα]]... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... [[τριάδα]] δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει αριθμηθεί [[τρεις]] φορές («εἰκοσάδα τρισάριθμον», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] ([[πρβλ]]. [[πολυάριθμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρισάριθμος:''' -ον, [[τρεις]] φορές αριθμημένος, σε Χρησμ. [[παρά]] Λουκ.
|lsmtext='''τρισάριθμος:''' -ον, [[τρεις]] φορές αριθμημένος, σε Χρησμ. [[παρά]] Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐσάριθμος:''' утроенный ([[εἰκοσάς]] Luc.).
|lstext='''τρισάριθμος''': -ον, τρὶς ἀριθμηθείς, εἰκοσάδα τρισάριθμον Χρησμ. ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 11.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=τρισάριθμος [τρίς, ἀριθμός] driemaal geteld.
|mdlsjtxt=τρισ-άριθμος, ον,<br />[[thrice]]-numbered, Orac. ap. Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάριθμος Medium diacritics: τρισάριθμος Low diacritics: τρισάριθμος Capitals: ΤΡΙΣΑΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: trisárithmos Transliteration B: trisarithmos Transliteration C: trisarithmos Beta Code: trisa/riqmos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, thrice numbered, Orac. ap. Luc.Alex.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
triple.
Étymologie: τρίς, ἀριθμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάριθμος [τρίς, ἀριθμός] driemaal geteld.

German (Pape)

dreimal gezählt, εἰκάς, Luc. Alex. 11.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάριθμος: утроенный (εἰκοσάς Luc.).

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.)
μσν.
αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρίαμονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.)
αρχ.
αυτός που έχει αριθμηθεί τρεις φορές («εἰκοσάδα τρισάριθμον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἀριθμός (πρβλ. πολυάριθμος)].

Greek Monotonic

τρισάριθμος: -ον, τρεις φορές αριθμημένος, σε Χρησμ. παρά Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάριθμος: -ον, τρὶς ἀριθμηθείς, εἰκοσάδα τρισάριθμον Χρησμ. ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 11.

Middle Liddell

τρισ-άριθμος, ον,
thrice-numbered, Orac. ap. Luc.