ἀργυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyrologos
|Transliteration C=argyrologos
|Beta Code=a)rgurolo/gos
|Beta Code=a)rgurolo/gos
|Definition=ον, (λέγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">levying money</b>, ναῦς <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1071</span>, <span class="bibl">Th.3.19</span>, etc.</span>
|Definition=ἀργυρολόγον, ([[λέγω]]) [[levying money]], ναῦς [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1071, Th.3.19, etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[encargado de recaudar impuestos]] ναῦς Ar.<i>Eq</i>.1071, Th.3.19, 4.50, 75<br /><b class="num">•</b>subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι [[recaudadores de impuestos]] πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.<i>Or</i>.26.45, cf. Hsch.<br /><b class="num"></b>como cargo público más gener. [[administrador]], <i>Samo</i>.2.(1).5.14 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ávido de dinero]] δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.<i>V.Chrys</i>.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui ramasse de l'argent]], [[qui impose des contributions]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]².
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Geld]], [[Contribution]] eintreibend</i>, ταχεῖαι, ''[[sc.]]'' [[νῆες]], Ar. <i>Eq</i>. 1066; Thuc. 3.19.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρολόγος:''' [[собирающий денежную дань]] ([[ναῦς]] Thuc., Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀργυρολόγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συγκεντρώνει φόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει τους φόρους, [[φοροεισπράκτορας]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄργυρος]], [[λέγω]]<br />levying [[money]], Ar., Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[levying money]]
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολόγος Medium diacritics: ἀργυρολόγος Low diacritics: αργυρολόγος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: argyrológos Transliteration B: argyrologos Transliteration C: argyrologos Beta Code: a)rgurolo/gos

English (LSJ)

ἀργυρολόγον, (λέγω) levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 encargado de recaudar impuestos ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, 4.50, 75
subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι recaudadores de impuestos πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.Or.26.45, cf. Hsch.
como cargo público más gener. administrador, Samo.2.(1).5.14 (II a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.V.Chrys.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse de l'argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².

German (Pape)

Geld, Contribution eintreibend, ταχεῖαι, sc. νῆες, Ar. Eq. 1066; Thuc. 3.19.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρολόγος: собирающий денежную дань (ναῦς Thuc., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.

Greek Monolingual

ο (Α ἀργυρολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει τους φόρους, φοροεισπράκτορας, σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell

ἄργυρος, λέγω
levying money, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

levying money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)