σταθμόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(1b)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σταθμόω]]† [the aor1 mid. σταθμώσασθαι is = σταθμήσασθαι] [v. [[σταθμάω]] II]<br />to [[form]] an [[estimate]], to [[judge]] or [[conclude]] by or from a [[thing]], Hdt.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ins Standquartier od. in den Stall bringen, u. med. darin sein, einkehren. – Den aor. σταθμώσασθαι braucht Her. oft in der Bdtg von σταθμήσασθαι, vermuthen, folgern, schließen aus Etwas, τινί, 3, 15. 4, 58. 7, 11. 214. 237.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ins [[Standquartier]] od. in den Stall bringen, u. med. darin sein, einkehren. – Den aor. σταθμώσασθαι braucht Her. oft in der Bdtg von σταθμήσασθαι, vermuten, folgern, schließen aus Etwas, τινί, 3, 15. 4, 58. 7, 11. 214. 237.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σταθμόω''': ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σταθμήσασθαι (ἴδε [[σταθμάω]] ΙΙ), «ἐκτιμῶ», [[κρίνω]] ἢ [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος πράγματος, τινι Ἡρόδ. 7. 11, 214· στ. τινι, ὡς ... ἢ ὅτι ... ., [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος ὅτι ..., ὁ αὐτ. 3. 15, 38., 4. 58., 102· - ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σταθμησάμενος ἐν 2. 2., 9. 37· οὕτω καὶ μετοχ. ἐνεστ. σταθμώμενος ἢ σταθμεόμενος φαίνεται ἐν 2. 150., 7. 237· ἀλλ’ ἐν 8. 130 σταθμεύμενος.
|lstext='''σταθμόω''': ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται συχν. παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σταθμήσασθαι (ἴδε [[σταθμάω]] ΙΙ), «ἐκτιμῶ», [[κρίνω]] ἢ [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος πράγματος, τινι Ἡρόδ. 7. 11, 214· στ. τινι, ὡς ... ἢ ὅτι ... ., [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος ὅτι ..., ὁ αὐτ. 3. 15, 38., 4. 58., 102· - ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σταθμησάμενος ἐν 2. 2., 9. 37· οὕτω καὶ μετοχ. ἐνεστ. σταθμώμενος ἢ σταθμεόμενος φαίνεται ἐν 2. 150., 7. 237· ἀλλ’ ἐν 8. 130 σταθμεύμενος.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σταθμόω:''' ο Μέσ. αόρ. αʹ <i>σταθμώσασθαι = σταθμήσασθαι</i> (βλ. [[σταθμάω]] II), [[διαμορφώνω]] [[εκτίμηση]], κάνω υπολογισμό, [[σταθμίζω]], [[κρίνω]] ή [[συμπεραίνω]] με [[βάση]] [[κάτι]] ή από [[κάτι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σταθμόω:''' ο Μέσ. αόρ. αʹ <i>σταθμώσασθαι = σταθμήσασθαι</i> (βλ. [[σταθμάω]] II), [[διαμορφώνω]] [[εκτίμηση]], κάνω υπολογισμό, [[σταθμίζω]], [[κρίνω]] ή [[συμπεραίνω]] με [[βάση]] [[κάτι]] ή από [[κάτι]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σταθμόω]]† [the aor1 mid. σταθμώσασθαι is = σταθμήσασθαι] [v. [[σταθμάω]] II]<br />to [[form]] an [[estimate]], to [[judge]] or [[conclude]] by or from a [[thing]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 21 November 2023

Middle Liddell

σταθμόω† [the aor1 mid. σταθμώσασθαι is = σταθμήσασθαι] [v. σταθμάω II]
to form an estimate, to judge or conclude by or from a thing, Hdt.

German (Pape)

[Seite 928] ins Standquartier od. in den Stall bringen, u. med. darin sein, einkehren. – Den aor. σταθμώσασθαι braucht Her. oft in der Bdtg von σταθμήσασθαι, vermuten, folgern, schließen aus Etwas, τινί, 3, 15. 4, 58. 7, 11. 214. 237.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμόω: ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται συχν. παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σταθμήσασθαι (ἴδε σταθμάω ΙΙ), «ἐκτιμῶ», κρίνωσυμπεραίνω ἔκ τινος πράγματος, τινι Ἡρόδ. 7. 11, 214· στ. τινι, ὡς ... ἢ ὅτι ... ., συμπεραίνω ἔκ τινος ὅτι ..., ὁ αὐτ. 3. 15, 38., 4. 58., 102· - ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σταθμησάμενος ἐν 2. 2., 9. 37· οὕτω καὶ μετοχ. ἐνεστ. σταθμώμενος ἢ σταθμεόμενος φαίνεται ἐν 2. 150., 7. 237· ἀλλ’ ἐν 8. 130 σταθμεύμενος.

Greek Monotonic

σταθμόω: ο Μέσ. αόρ. αʹ σταθμώσασθαι = σταθμήσασθαι (βλ. σταθμάω II), διαμορφώνω εκτίμηση, κάνω υπολογισμό, σταθμίζω, κρίνω ή συμπεραίνω με βάση κάτι ή από κάτι, σε Ηρόδ.