ῥαντισμός: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(1b)
mNo edit summary
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rantismos
|Transliteration C=rantismos
|Beta Code=r(antismo/s
|Beta Code=r(antismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sprinkling</b>, ὕδωρ ῥαντισμοῦ <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>19.9</span> sq.; αἷμα ῥαντισμοῦ <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>12.24</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Pet.</span>1.2</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[sprinkling]], ὕδωρ ῥαντισμοῦ [[LXX]] ''Nu.''19.9 sq.; αἷμα ῥαντισμοῦ ''Ep.Hebr.''12.24, cf. ''1 Ep.Pet.''1.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] ὁ, Besprengen, Benetzung, LXX. u. N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] ὁ, [[Besprengen]], [[Benetzung]], LXX. u. [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[aspersion]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥαντίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαντισμός:''' ὁ [[окропление]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαντισμός''': ὁ, τὸ ῥαντίζειν, ῥάντισμα, [[ὕδωρ]] ῥαντισμοῦ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 9 κἑξ.)· [[αἷμα]] ῥαντισμοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 24· πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 2· - οὕτω, ῥάντισις, εως, ἡ, Achmes Ὀνειροκρ. 188, ἐν τῇ ἐπιγραφ., καὶ ῥάντισμα, τό, Βασίλ. τ. 2, σ. 242D, κλ.
|lstext='''ῥαντισμός''': ὁ, τὸ ῥαντίζειν, ῥάντισμα, [[ὕδωρ]] ῥαντισμοῦ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 9 κἑξ.)· [[αἷμα]] ῥαντισμοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 24· πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 2· - οὕτω, ῥάντισις, εως, ἡ, Achmes Ὀνειροκρ. 188, ἐν τῇ ἐπιγραφ., καὶ ῥάντισμα, τό, Βασίλ. τ. 2, σ. 242D, κλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />aspersion.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαντίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥαντισμός]], ΝΜΑ [[ῥαντίζω]]<br />το [[ράντισμα]] με αγιασμένο [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]] για εξαγνισμό (α. «[[ὕδωρ]] ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ<br />β «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῑττον λαλοῡντι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ψεκασμός]].
|mltxt=ο / [[ῥαντισμός]], ΝΜΑ [[ῥαντίζω]]<br />το [[ράντισμα]] με αγιασμένο [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]] για εξαγνισμό (α. «[[ὕδωρ]] ῥαντισμοῦ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ<br />β «αἵματι ῥαντισμοῦ κρεῖττον λαλοῦν
τι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ψεκασμός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥαντισμός:''' ὁ, [[ράντισμα]], [[ψεκασμός]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ῥαντισμός:''' ὁ, [[ράντισμα]], [[ψεκασμός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαντισμός:''' ὁ окропление NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥαντισμός]], οῦ, ὁ, [from [[ῥαντίζω]]<br />a [[sprinkling]], NTest.
|mdlsjtxt=[[ῥαντισμός]], οῦ, ὁ, [from [[ῥαντίζω]]<br />a [[sprinkling]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':?antismÒj 嵐提士摩士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':灑(水)<br />'''字義溯源''':灑水禮,灑,灑洗;源自([[ῥαντίζω]])=灑水),而 ([[ῥαντίζω]])出自([[ῥᾳδιουργία]])X*=灑)<br />'''出現次數''':總共(2);來(1);彼前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 洗淨(1) 彼前1:2;<br />2) 所灑的(1) 來12:24
}}
{{trml
|trtx====[[aspersion]]===
Dutch: [[besprenkeling]],; German: [[Aspersion]], [[Besprengung]]; Ancient Greek: [[ῥαντισμός]]; Italian: [[aspersione]]; Norwegian Norwegian Bokmål: bestenkning; Polish: aspersja; Portuguese: [[aspersão]]; Russian: [[окропление]]; Serbo-Croatian Roman: škropljenje
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 4 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντισμός Medium diacritics: ῥαντισμός Low diacritics: ραντισμός Capitals: ΡΑΝΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: rhantismós Transliteration B: rhantismos Transliteration C: rantismos Beta Code: r(antismo/s

English (LSJ)

ὁ, sprinkling, ὕδωρ ῥαντισμοῦ LXX Nu.19.9 sq.; αἷμα ῥαντισμοῦ Ep.Hebr.12.24, cf. 1 Ep.Pet.1.2.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, Besprengen, Benetzung, LXX. u. N.T.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
aspersion.
Étymologie: ῥαντίζω.

Russian (Dvoretsky)

ῥαντισμός:окропление NT.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντισμός: ὁ, τὸ ῥαντίζειν, ῥάντισμα, ὕδωρ ῥαντισμοῦ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 9 κἑξ.)· αἷμα ῥαντισμοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 24· πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 2· - οὕτω, ῥάντισις, εως, ἡ, Achmes Ὀνειροκρ. 188, ἐν τῇ ἐπιγραφ., καὶ ῥάντισμα, τό, Βασίλ. τ. 2, σ. 242D, κλ.

English (Strong)

from ῥαντίζω; aspersion (ceremonially or figuratively): sprinkling.

Greek Monolingual

ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ ῥαντίζω
το ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῦ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ
β «αἵματι ῥαντισμοῦ κρεῖττον λαλοῦν τι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)
νεοελλ.
ο ψεκασμός.

Greek Monotonic

ῥαντισμός: ὁ, ράντισμα, ψεκασμός, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ῥαντισμός, οῦ, ὁ, [from ῥαντίζω
a sprinkling, NTest.

Chinese

原文音譯:?antismÒj 嵐提士摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:灑(水)
字義溯源:灑水禮,灑,灑洗;源自(ῥαντίζω)=灑水),而 (ῥαντίζω)出自(ῥᾳδιουργία)X*=灑)
出現次數:總共(2);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 洗淨(1) 彼前1:2;
2) 所灑的(1) 來12:24

Translations

aspersion

Dutch: besprenkeling,; German: Aspersion, Besprengung; Ancient Greek: ῥαντισμός; Italian: aspersione; Norwegian Norwegian Bokmål: bestenkning; Polish: aspersja; Portuguese: aspersão; Russian: окропление; Serbo-Croatian Roman: škropljenje