τηξιμελής: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tiksimelis
|Transliteration C=tiksimelis
|Beta Code=thcimelh/s
|Beta Code=thcimelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wasting the limbs</b>, νοῦσος <span class="title">AP</span>7.234 (Phil.).</span>
|Definition=τηξιμελές, [[wasting the limbs]], νοῦσος ''AP''7.234 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, [[νοῦσος]] Philp. 25 (VII, 234).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, [[νοῦσος]] Philp. 25 (VII, 234).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui consume <i>ou</i> épuise les membres.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]], [[μέλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τηξῐμελής:''' [[истощающий члены]], [[изнурительный]] ([[νοῦσος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τηξῐμελής''': -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ [[μέλη]], τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234.
|lstext='''τηξῐμελής''': -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ [[μέλη]], τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui consume <i>ou</i> épuise les membres.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]], [[μέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λειώνει, που φθείρει τα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυσι</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λειώνει, που φθείρει τα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[λυσιμελής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηξῐμελής:''' -ές, αυτός που φθείρει τα [[μέλη]], [[νοῦσος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τηξῐμελής:''' -ές, αυτός που φθείρει τα [[μέλη]], [[νοῦσος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηξῐμελής:''' истощающий члены, изнурительный ([[νοῦσος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τηξῐ-μελής, ές<br />[[wasting]] the limbs, [[νοῦσος]] Anth.
|mdlsjtxt=τηξῐ-μελής, ές<br />[[wasting]] the limbs, [[νοῦσος]] Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηξῐμελής Medium diacritics: τηξιμελής Low diacritics: τηξιμελής Capitals: ΤΗΞΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: tēximelḗs Transliteration B: tēximelēs Transliteration C: tiksimelis Beta Code: thcimelh/s

English (LSJ)

τηξιμελές, wasting the limbs, νοῦσος AP7.234 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1108] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, νοῦσος Philp. 25 (VII, 234).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consume ou épuise les membres.
Étymologie: τήκω, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

τηξῐμελής: истощающий члены, изнурительный (νοῦσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τηξῐμελής: -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ μέλη, τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τήκω + -μελής (< μέλος), πρβλ. λυσιμελής].

Greek Monotonic

τηξῐμελής: -ές, αυτός που φθείρει τα μέλη, νοῦσος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τηξῐ-μελής, ές
wasting the limbs, νοῦσος Anth.